Λαχταριστή μπουκιά ψωμιού, καλά βουτηγμένη σε λάδι.

Σύνθετη λέξη από το λάδι και την μπουκιά, που προσωπικά μου θυμίζει πολλά πράματα, κυρίως όμως ταβέρνα και καλοκαίρι.

Το καλό λαδομπούκι επιβάλει φρέσκο τραγανό ψωμί και καλό ελαιόλαδο (Καλαμάτας ας πούμε) κυρίως σε ντοματοσαλάτα, ή ακόμα και στο κλασικό λαδολέμονο που σκεπάζει στοργικά πάμπολλα ψητά όπως μπριζόλες, ψάρια, λουκάνικα κλπ κλπ. Στη μειοψηφία νομίζω βρίσκονται οι του ηλιέλαιου και του τηγανέλαιου (από ψάρια ας πούμε).

Σχετικοάσχετο: παπάρα

- Μαμαζελίτσα, πάρε εδώ μπόλικο ψωμί να φχαριστηθείς λαδομπούκι.
- Excusez-moi, mais ce qui est «ladompouki»;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
σφυρίζων

Ωραίος. Το -μπούκι είναι θεμελιώδες γαμοσλανγκοτέτοιο.

#2
deinosavros

Βαλτός είσαι ρε πάνκη; Με κολάζεις μεσημεριάτικα...

#3
salina

Εγώ πάντα τόλεγα: το καλύτερο κομμάτι της μπριζόλας είναι το λαδομπούκι :-)

#4
iron

να το καταχωρίσω στο Ουσίες νομίζω, πρόκειται περί εθιστικού εδέσματος...

#5
PUNKELISD

@σφυρίζων με το τσι- φαντάζομαι θα εννοείς.

#6
vikar

Υπάρχουν λέξεις που τελειώνουνε σε -μπούκι, αλλα λειτουργεί αυτό γενικά ως βήτα συστατικό;... Όταν δέν πρόκειται για μέρος της ρίζας της (δάνειας) λέξης, τότε προέρχεται απ' το μπουκιά, όπως εδώ στο λήμμα.

Υπάρχει και το -μπούκας (απ' την μπούκα;) στο γυαλαμπούκας. Αλλα έξω απ' αυτά τα ελάχιστα;... Δέν τό 'χω.

#7
σφυρίζων

Νταξ ίσως ήταν υπερβολή το «θεμελιώδες» ωστόσο οι παραπέμπει σε πεολειχίες (τσιμπούκι) και μπουκώματα (> λατ. bocca) πράγμα που κτγμ το καθιστά λίαν σλανγκενεργό (βλ. πιχί μπούκι, ψωλομπούκι, φατσομπούκι).