Το αρσενικό δενδρύλλιο ινδικής κάνναβης, η φούντα του οποίου περιέχει ελάστιχη τετραϋδροκανναβινόλη και ωσεκτουτού δεν κάνει κεφάλι. Κατ' επέκταση, κάθε χόρτο ή ναρκωτικό της πούτσας.

Πηγή: Το λεξικό της ντάγκλας, Λ. Χρηστάκη και Ν. Επάρατου (Εκδόσεις Opera 1995).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Ξέρει κανείς ετυμολογία; Επίσης, απορία αδαούς: Οι άλλες σημασίες για γυναίκα άσχημη ή για αντικείμενα άκυρα προκύπτουν από τη ναρκοσλάνγκ, ή το αντίστροφο, ή προκύπτουν όλες από τρίτη πηγή; (Ρωτάω να μαθαίνω σαν παιδί κι εγώ).

#2
σφυρίζων

Πολύ καλή ερώτηση. Δεν μπόρεσα να βρω κάτι στα κιτάπια μου.

#3
vikar

Αν ήταν ελληνικό, θα μπορούσε το -ούχα να βγαίνει απο το έχω, αλλα δέ μου φαίνεται σόι θεωρία.

Μήπως τούρκικο; Έχουμε γιατί την τσιμούχα απ' το τούρκικο çamuha, λέει ο Τριαντά.

Ή βέβαια απλώς ηχομιμητικό;...

Ξέρω, σας άνοιξα τα μάτια.

#4
deinosavros

...ή μήπως τούρκικο ηχομιμητικό; :-Ρ

(θα δω)

#5
σφυρίζων

Η ετυμολογία του λήμμαντος έχει συζητηθεί στο σάη του κ. Σαραντάκου κι αλλού χωρίς τελικά συμπεράσματα. Ορισμένοι προτείνουν το τουρκικό boru (σωλήνας) εκ του οποίου ευθυμολογούνται και τα μπουρί και μπουρού.