Το αρσενικό δενδρύλλιο ινδικής κάνναβης, η φούντα του οποίου περιέχει ελάστιχη τετραϋδροκανναβινόλη και ωσεκτουτού δεν κάνει κεφάλι. Κατ' επέκταση, κάθε χόρτο ή ναρκωτικό της πούτσας.
Πηγή: Το λεξικό της ντάγκλας, Λ. Χρηστάκη και Ν. Επάρατου (Εκδόσεις Opera 1995).
- Αγέλαστος ο αλβανός...
- Μπουρούχα, να μασάς σκατά και να φτύνεις!
5 comments
Khan
Ξέρει κανείς ετυμολογία; Επίσης, απορία αδαούς: Οι άλλες σημασίες για γυναίκα άσχημη ή για αντικείμενα άκυρα προκύπτουν από τη ναρκοσλάνγκ, ή το αντίστροφο, ή προκύπτουν όλες από τρίτη πηγή; (Ρωτάω να μαθαίνω σαν παιδί κι εγώ).
σφυρίζων
Πολύ καλή ερώτηση. Δεν μπόρεσα να βρω κάτι στα κιτάπια μου.
vikar
Αν ήταν ελληνικό, θα μπορούσε το -ούχα να βγαίνει απο το έχω, αλλα δέ μου φαίνεται σόι θεωρία.
Μήπως τούρκικο; Έχουμε γιατί την τσιμούχα απ' το τούρκικο çamuha, λέει ο Τριαντά.
Ή βέβαια απλώς ηχομιμητικό;...
Ξέρω, σας άνοιξα τα μάτια.
deinosavros
...ή μήπως τούρκικο ηχομιμητικό; :-Ρ
(θα δω)
σφυρίζων
Η ετυμολογία του λήμμαντος έχει συζητηθεί στο σάη του κ. Σαραντάκου κι αλλού χωρίς τελικά συμπεράσματα. Ορισμένοι προτείνουν το τουρκικό boru (σωλήνας) εκ του οποίου ευθυμολογούνται και τα μπουρί και μπουρού.