Παλαιάς κοπής χαρωπή αναφώνηση που ακούγεται από τους γύρω, όταν από κάποιον, άθελά του, πέσουν κέρματα στο πάτωμα κάνοντας θόρυβο.

Είναι ταυτόχρονα και ...αγχωτικό πείραγμα προς τον απρόσεκτο, γιατί αφήνει να εννοηθεί πως όποιος μαζέψει πρώτος τα πεσμένα κέρματα, τα κρατά για τον εαυτό του.

Απηχεί το γνωστό έθιμο:
Κατά τη διάρκεια του Μυστηρίου της Βάφτισης, μόλις ο παπάς ανακοίνωνε το δήθεν από το νονό επιλεγμένο όνομα του νέου χριστιανού (ή της νέας χριστιανής), τα πιτσιρίκια που παραβρίσκονταν, έτρεχαν μπουγιοειδώς ποιο θα το πρωτοανακοινώσει φωνάζοντάς το, στον πατέρα ή σε κάποιον στενό συγγενή, συνηθέστερα στον παππού ή στην γιαγιά, το όνομα του οποίου έπαιρνε το νεοβάπτιστο.

Εκείνος ανάλογα με το πόσο χαρούμενος ήταν που «άκουγε» το όνομά του, χαρτζιλίκωνε τον πρωτάγγελο δίνοντάς του κάτι στο χέρι και πετούσε προς το νάρθηκα (ώστε να μην ενοχληθεί απ’ τον επακόλουθο εύθυμο σαματά το εκκλησίασμα) κέρματα που έπεφταν στο δάπεδο κάνοντας θόρυβο.

Απ’ τα πιτσιρίκια, τα πιο γατόνια προλάβαιναν να αρπάξουν κάνα δυο κέρματα στον αέρα κι όλα ορμούσαν στα πεσμένα ποιο θα αρπάξει τα περισσότερα.

Τουλάχιστον στις πόλεις, το έθιμο έχει ατονήσει αν όχι εκφυλιστεί· μόνο τα πιτσιρίκια του πολύ στενού οικογενειακού κύκλου χαρτζιλικώνονται διακριτικά και με χαρτονομίσματα. Κι αυτό αν. Η σημερινή πιτσιρικαρία δεν έχει μάθει να καταδέχεται να βγάζει χαρτζιλίκι με τέτοιους ..μπρουτάλ τρόπους.

Ο όρος τείνει να αντικατασταθεί από την πικρή, ειρωνική, σαρκαστική -όπως την εκλάβει κανείς- αλλά πάντα πολιτικολογική μπηχτή «λεφτά υπάρχουν!!».

Τινγκ!! Τινγκ!! Τινγκ!!
- Βαφτίσια!!
- Έ!! Κοντά τα χέρια!! Παλιομαλάκες!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified