Το γλειφοκώλι, το υπερβολικό γλείψιμο με κολακίες, ψεύτικους επαίνους και στήσιμο κώλου, αλλά λέγεται και για μέρη και καταστάσεις που είναι κάτσε καλά, πολύ γκλαμουριά και χαϊλίκι. Είναι δηλαδή και επίθετο «κωλομεγλειφάτος».

  1. Με αυτόν τον τρόπο δεν θα πάει και πολύ μακριά στην καριέρα του. Όλοι το βαριούνται το κωλομεγλειφάτο από ένα σημείο κι έπειτα.

  2. Ε, για το πρώτο μας ραντεβού την πήγα σε ένα κωλομεγλειφάτο εστιατόριο, μην με πάρει και για κανά λέτσο.

Στο 0.20 ο Μητσικώστας το λέει μάλλον "κωλομελογλειφάτο". (από Khan, 14/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Σε συζήτηση στου Σαραντάκου εδώ αναφέρει ένας σχολιαστής (νο 135 σχόλιο) τον αστεϊσμό ότι «οι νοικοκυράδες του χωριού μαγείρευαν »κωλομέγλειφες«». Μήπως αυτό έχει σχέση με την γένεση της έκφρασης; Ιδίως αυτό το «με» στην μέση που φαίνεται δυσεξήγητο. Γιατί όχι απλά κωλογλειφάτο; Σε κάθε περίπτωση μπορεί να βγαίνει από σχηματισμό του στυλ κώλο μ' έγλειφε(ς).