Κωλόμπα ή κολόμπα: κωδικοποίηση - συντομογραφία του κωλομπαράς.
Χρησιμοποιείται κυρίως για τις ενεργητικές και επιθετικές χομοσεξουάλες.
Επίσης και σαν βρισιά σε πολλές καταστάσεις, μιας και έχει ωραία ηχητική.
- Ρε μαλάκα αυτός που μας τσεκάρει λες νά ναι λίτης;
- Κωλόμπα είναι ρε δε τον βλέπεις;
1 comment
Khan
Τα σπάει το παράδειγμα, αλλά υπήρχε αντίστροφα κολόμπα, κωλόμπα