Κωλόμπα ή κολόμπα: κωδικοποίηση - συντομογραφία του κωλομπαράς.

Χρησιμοποιείται κυρίως για τις ενεργητικές και επιθετικές χομοσεξουάλες.

Επίσης και σαν βρισιά σε πολλές καταστάσεις, μιας και έχει ωραία ηχητική.

- Ρε μαλάκα αυτός που μας τσεκάρει λες νά ναι λίτης;
- Κωλόμπα είναι ρε δε τον βλέπεις;

(από Khan, 29/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified