Γιοργάδα = το τρέξιμο του αλόγου με σωστό ρυθμό, ο καλπασμός (ίσως από το γοργός).

Γιοργαλίδικο = το άλογο που πάει γιοργάδα.

Μεταφορικά για άνθρωπο που τον έχουν βάλει κάποιοι να δουλεύει.

  1. Να έβλεπες εχθές πως έτρεχε ο Νίκος με το άλογο, το πήγαινε γιοργάδα.

  2. Πάρε αυτό το άλογο, είναι γιοργαλίδικο, θα με θυμηθείς.

  3. Άμα πεις του Νίκου τι να κάνει, μετά πάει γιοργάδα μόνος του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

< παλαιοτουρκικό yorι που σχετίζεται με το ρήμα yürümek (=βαδίζω, προχωρώ) και δίνει το ρήμα yorgalamak / ουσ. yorga = πλαγιοτροχασμός, δλδ τρόπος καλπασμού κατά τον οποίο το άλογο σηκώνει ταυτόχρονα τα 2 πόδια της ίδιας πλευράς, πράγμα που σημαίνει λιγότερο ταρακούνημα για τον αναβάτη. Το γιοργαλίδικο άλογο λέγεται και αραβάνι < περσ. αρχής τουρκ. rahvan = καλπασμός. Έχει κάτι βίντεα στο συσωλήνα αλλά βαργέμαι.