Γιοργάδα = το τρέξιμο του αλόγου με σωστό ρυθμό, ο καλπασμός (ίσως από το γοργός).
Γιοργαλίδικο = το άλογο που πάει γιοργάδα.
Μεταφορικά για άνθρωπο που τον έχουν βάλει κάποιοι να δουλεύει.
Να έβλεπες εχθές πως έτρεχε ο Νίκος με το άλογο, το πήγαινε γιοργάδα.
Πάρε αυτό το άλογο, είναι γιοργαλίδικο, θα με θυμηθείς.
Άμα πεις του Νίκου τι να κάνει, μετά πάει γιοργάδα μόνος του.
1 comment
ΣτοΔγιαλοΧτηνος
< παλαιοτουρκικό yorι που σχετίζεται με το ρήμα yürümek (=βαδίζω, προχωρώ) και δίνει το ρήμα yorgalamak / ουσ. yorga = πλαγιοτροχασμός, δλδ τρόπος καλπασμού κατά τον οποίο το άλογο σηκώνει ταυτόχρονα τα 2 πόδια της ίδιας πλευράς, πράγμα που σημαίνει λιγότερο ταρακούνημα για τον αναβάτη. Το γιοργαλίδικο άλογο λέγεται και αραβάνι < περσ. αρχής τουρκ. rahvan = καλπασμός. Έχει κάτι βίντεα στο συσωλήνα αλλά βαργέμαι.