Γιοργάδα = το τρέξιμο του αλόγου με σωστό ρυθμό, ο καλπασμός (ίσως από το γοργός).

Γιοργαλίδικο = το άλογο που πάει γιοργάδα.

Μεταφορικά για άνθρωπο που τον έχουν βάλει κάποιοι να δουλεύει.

  1. Να έβλεπες εχθές πως έτρεχε ο Νίκος με το άλογο, το πήγαινε γιοργάδα.

  2. Πάρε αυτό το άλογο, είναι γιοργαλίδικο, θα με θυμηθείς.

  3. Άμα πεις του Νίκου τι να κάνει, μετά πάει γιοργάδα μόνος του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified