προγκάω = διώχνω, ξαφνιάζω, φοβίζω, τρομάζω.

πρόγκα = κάτι που σε φοβίζει.

  1. Το γαϊδούρι πρόγκηξε από το δυνατό θόρυβο = το γαϊδούρι τρόμαξε από το δυνατό θόρυβο.

  2. Η μύτη της μας πρόγκηξε = η μύτη της μας φόβισε.

  3. Έχει μια μύτη πρόγκα = έχει μια μύτη άσχημη που σε φοβίζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Την πρόγκα την δίνει από το σλαβικό bruca εδώ.