Όσοι με βλέπουν νιώθουν φρίκη και αποτροπιασμό.

Από ρήμα φρίττω.

Μεταφορικά, ντροπιάζομαι μπροστά σε όσους είναι παρόντες.

  1. Εχθές μαλώσαμε στον δρόμο και γίναμε έφριγο στο κόσμο.

  2. Άμα δε σταματήσεις να φωνάζεις θα γίνουμε έφριγο στο χωριό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

και πού το λένε αυτό;

#2
leonpanos

μεσσηνια