Όσοι με βλέπουν νιώθουν φρίκη και αποτροπιασμό.
Από ρήμα φρίττω.
Μεταφορικά, ντροπιάζομαι μπροστά σε όσους είναι παρόντες.
Εχθές μαλώσαμε στον δρόμο και γίναμε έφριγο στο κόσμο.
Άμα δε σταματήσεις να φωνάζεις θα γίνουμε έφριγο στο χωριό.
Όσοι με βλέπουν νιώθουν φρίκη και αποτροπιασμό.
Από ρήμα φρίττω.
Μεταφορικά, ντροπιάζομαι μπροστά σε όσους είναι παρόντες.
Εχθές μαλώσαμε στον δρόμο και γίναμε έφριγο στο κόσμο.
Άμα δε σταματήσεις να φωνάζεις θα γίνουμε έφριγο στο χωριό.
Got a better definition? Add it!