H βουή είναι το βουητό σε γένος θηλυκό.

Μεταφορικά, είναι κάποιο άσχημο νέο.

  1. Άμα δεν κάνεις ό,τι σου λέω, θα σου έρθει η βουή (= θα φας ξύλο)

  2. - Τα έμαθες τα νέα;
    - Τα έμαθα, μου ήρθε η βουή (ήρθαν άσχημα νέα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
patsis

οιμωγή, η [imojí] Ο29 : (λόγ.) θρηνώδης κραυγή. [λόγ. < αρχ. οἰμωγή]

Από εδώ. Τα νέα της συντριβής στους Αιγός Ποταμούς φτάνουν στην Αθήνα:> Ἐν δὲ ταῖς Ἀθήναις τῆς Παράλου ἀφικομένης νυκτὸς ἐλέγετο ἡ συμφορά, καὶ οἰμωγὴ ἐκ τοῦ Πειραιῶς διὰ τῶν μακρῶν τειχῶν εἰς ἄστυ διῆκεν, ὁ ἕτερος τῷ ἑτέρῳ παραγγέλλων· ὥστ’ ἐκείνης τῆς νυκτὸς οὐδεὶς ἐκοιμήθη, οὐ μόνον τοὺς ἀπολωλότας πενθοῦντες, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον ἔτι αὐτοὶ ἑαυτούς, πείσεσθαι νομίζοντες οἷα ἐποίησαν Μηλίους τε Λακεδαιμονίων ἀποίκους ὄντας, κρατήσαντες πολιορκίᾳ, καὶ Ἱστιαιέας καὶ Σκιωναίους καὶ Τορωναίους καὶ Αἰγινήτας καὶ ἄλλους πολλοὺς τῶν Ἑλλήνων.

Ξενοφών, Ελληνικά, 2.2.3