Η γηραιά κυρία, άκα: τζατζόγρια, γριέντζω, ξεκωλόγρια, νίντζα.

Μη πάει ο νους σε τζιλφίδιο, μιλάμε για épouvantable εσχατόγρια.

1.
Τα κρε-μαστάρια φτάναν μέχρι το πάτωμα. Και πυγμαίος να ήμουν, πάλι τα φτανα. Απάλευτη γρια τζάτζω :p

2.
- Το τζινάκι και το μπλουζάκι με το γιακαδάκι, κάτι ανάμεσα σε παιδούλα και γρια τζάτζω.

  1. - Ε οχι και κουκλιτσα. η τζατζω.
    - τί είναι τζατζω;;;;
    - Τσουρόγρηα
    - Τζατζογρια, τσουρογρια οπως ειπωθηκε.
    (από το φατσομπούκι)

(από σφυρίζων, 30/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Πολύ ενδιαφέρουσα η ετυμολογία που δίνει το Πονηρόσκυλο στο τζατζόγρια.