Θηλ. μπαχαλάκισσα
Αυτός ή αυτή που συμμετέχει σε επεισόδια, που προκαλεί καταστροφές κατά τη διάρκεια μιας πορείας.
Μην τον βλέπεις έτσι αυτόν. Είναι μπαχαλάκης.
Θηλ. μπαχαλάκισσα
Αυτός ή αυτή που συμμετέχει σε επεισόδια, που προκαλεί καταστροφές κατά τη διάρκεια μιας πορείας.
Μην τον βλέπεις έτσι αυτόν. Είναι μπαχαλάκης.
Λέξεις του ντου: ανθρακωρύχος, αύρα, γηπεδικός, γκαζάκιας, θα περάσει κράνος, καπελάκιας, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο(ς), λίστα του ντου, λίτης, Λουκάνικος, ματατζής, μάχιμος, μπατσοθύελλα, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, μπατσόπτερο, μπάτσος, μπαχαλάκης / μπαχαλάκιας / μπάχαλος, μπάχαλο, μπλε / χακί, μπούκα, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, ντου, σπασιματίας, συλλαλητήριος, φασιστικιά, φλιτάρω, φυσουνιά, χαοτικός.
Got a better definition? Add it!
0 comments