λελέβω, λελεύω
Ρήμα της ποντιακής διαλέκτου που σημαίνει χαίρομαι κάτι, ακουστό κυρίως στην ευρύτερα γνωστή ιδιωματική φράση «λελέβω σε!» (παναπεί, να σε χαρώ!, συνοδευόμενο συνήθως με εγκάρδια αγκαλιά).
Πιθανώς παιδί του αρχαίου λιλαίομαι.
Σουρτούκω! Να λελέβω τα κατσία σ'!
5 comments
σφυρίζων
Λιλαίομαι λιλί: το καθ ημάς penis envy.
dryhammer
"Nα λελέβω τα Φουντούνια" - Χ. Κλιν απο διαφημηση του σνακ
klitemnistra
σφυ, μου εθυμησες την περιφημη ατακα (που μαθαμε απ' τα κατηχητικα) "λιλί, λιλί, λαμα σαβαχθανι" αλλα καλυτερα να μην μεταφρασουμε αυτην την αγωνιωδη ικεσια εν μεσω ρωμαϊκων παιχνιδιων της ΝΑ μεσογειου.
σφυρίζων
Πέοντα, πέοντα γιατί αποχωρέοντα?
klitemnistra
εμμετρη μαεστρια με μονο 4 λεξεις απο τον σφυ ευλαβικη υποκλισις