λελέβω, λελεύω
Ρήμα της ποντιακής διαλέκτου που σημαίνει χαίρομαι κάτι, ακουστό κυρίως στην ευρύτερα γνωστή ιδιωματική φράση «λελέβω σε!» (παναπεί, να σε χαρώ!, συνοδευόμενο συνήθως με εγκάρδια αγκαλιά).
Πιθανώς παιδί του αρχαίου λιλαίομαι.
Σουρτούκω! Να λελέβω τα κατσία σ'!