Ονομασίες του κοκ πορν ποπ κορν.

Για λόγους που δεν έχω εντοπίσει είναι από τις πιο πλούσιες περιπτώσεις στην παραγωγή τοπικών ονομασιών.

Η αλφαβητική λίστα που έχω σκαρώσει από ντερνέτι και γνωστούς:

βαβούλες - Κρήτη
καυκόλες
κουκουφρίκες, κουκουφρίκια - αρβανίτικα
κουκουνάρες
νυφούλες - Τρίπολη
παπαδιές
παπαδίτσες - Ιωάννινα, Τρίκαλα
παπαδούλες - Βόλος, Κατερίνη, Καρδίτσα
παπαλούτσες, παπαλίτσες - Σέρρες
παπαρδέλες
παπούλες, παππούλες
παπούσκες - Κοζάνη
παρπαδούλες - Νάουσα
πασπάτες, πασπατούλες - Γιαννιτσά
πατλάκες, πατλάκια - Δράμα, Ξάνθη, Κομοτηνή, Διδυμότειχο, Λήμνος
πατούλες
πουπουσάγκες
πούφκες - Φλώρινα
σιταροπούλες - Κύπρος
σπάνταλα, τσαχλιπάτια - ποντιακά
φακιόλες - Άρτα, Αιτωλοακαρνανία
φαρφακιόλοι - Λευκάδα
φραγκοκύτταρα - Κάλυμνος

Πολλές γυναίκες της κρεμούσαν στο λαιμό μια χειροποίητη γιρλάντα φτιαγμένη με ποπ κορν ή αλλιώς 'πατλάκια', ξηρά φρούτα και καραμέλες. [αδακά]

[η λίστα, πιθανότατα, έχει λάθη. κάποιες ονομασίες τις επιβεβαίωσα από μόνο μία μαρτυρία. θα διορθώνεται με τη συνδρομή των σλάνγκαρων/ισσών]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παιδικό παιχνίδι που παίζεται με μπάλα και συμμετοχή >2 πιτσιρικιών.

Τα παιδιά σχηματίζουν έναν κύκλο και το παιχνίδι έχει την εξής λούπα:

- Ένα πιτσιρίκι πετάει την μπάλα κατακόρυφα στο αέρα (σε αντίθετη περίπτωση είναι κουτάλα, πράγμα που κατακεραυνώνεται και ακυρώνεται απο τους υπόλοιπους) λέγοντας ταυτόχρονα ένα όνομα συμπαίχτη του
- Αυτός/ή πρέπει να την πιάσει πριν πέσει στο χώμα και, με την σειρά του, να φωνάξει το επόμενο όνομα μέχρι να
- Ακουμπήσει η μπάλα κάτω οπότε τα πιτσιρίκια τρέχουνε προς κάθε κατεύθυνση
- Το πιτσιρίκι με την μπάλα, εφόσον την έχει σταθεροποιήσει στα χέρια του, φωνάζει 1, 2, 3, ΣΤΟΠ και τότε τα τρεχούμενα πιτσιρίκια οφείλουν να σταματήσουν στην θέση που βρέθηκαν
- Το πιτσιρίκι ρίχνει την μπάλα σε κάποιο από τα υπόλοιπα με σκοπό να το πετύχει. Αν το καταφέρει, εκείνο το πιτσιρίκι παίρνει μια ψείρα. Αν όχι, την ψείρα την παίρνει το ίδιο.
- Το πιτσιρίκι που πήρε, τελικά, ψείρα συνεχίζει την λούπα φωνάζοντας το επόμενο όνομα

Ανά τρεις ψείρες -μέχρι τις τελικές 12- σε κάθε πιτσιρίκι γίνεται παρατσουκλοδοσία. Κάθε σταθμός (3, 6, 9 ψείρες) αφορά μια συγκεκριμένη κατηγορία παρατσουκλιών: ζώα, πράγματα, φρούτα, χαρακτηρισμός προσώπου κ.α.
Μαζεύονται όλα κρυφά σε έναν κύκλο και διαλέγουν 5 παρατσούκλια καθένα από τα οποία αντιστοιχεί σε ένα δάχτυλο του χεριού. Με μπόλικα γέλια, ένα από αυτά, πηγαίνει προς τον βαπτιζόμενο ωστέ να διαλέξει δάχτυλο. Το νέο όνομα ανακοινώνεται φωναχτά. Στο εξής το προηγούμενο του όνομα παύει και όποιο πιτσιρίκι το φωνάξει κατα την διάρκεια του παιχνιδιού παίρνει μια ψείρα, πράγμα που το δυσκολεύει και το κάνει πιο διασκεδαστικό.

Μου λεει η αλλη ν της βγαλω ενα παρατσουκλι ν τη φωναζω μ αυτο οταν κανουμε σεξ. Δεν θα παιξουμε ψειρες κουκλα μου για ν σ βγαλω παρατσουκλι [αδακά]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας γρήγορος τρόπος ποδοσφαιρικής κατάταξης μεταξύ δρομόπαιδων όπου το αποτέλεσμα καθορίζει την σειρά ευνοικής θέσης που θα πάρει έκαστο ή ένα συγκεκριμένο στο παιχνίδι που ακολουθεί. Για παράδειγμα, η χειρότερη επίδοση πριν από ένα γερμανικό αντιστοιχεί σ' αυτόν/ήν που θα κάτσει αρχικά στο τέρμα.

Ταυτόχρονα, και εκτός ανταγωνισμού, αποτελεί μονάδα μέτρησης δεξιοτεχνίας και εντυπωσιασμού.

Γνωστά επίσης ως γκελάκια, ποδαράκια ή τσιλικάκια.

πωωω ειμαι ψωφιος μετα απο τα 932 μυτηλικια που εκανα, νεο ρεκορ μου. παρεα με τον χρηστακι τον γιωργο και τον ραφα!!!!!! [αδακά]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

πουλάρω, μπουλάρω

Πληθωρικό ρήμα που αντιστοιχεί στις εκφράσεις παίρνω και -για λόγους αμοιβαιότητας- δίνω (μ)πούλο. Αυτό το αλισβερίσι πεόντων συντάσσεται ως μεταβατικό ή ως αμετάβατο, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες.

  1. Να πάει να γαμηθεί το #grexit! Να την πουλάρει η Γερμανία μέχρι να αποκτήσει κυβέρνηση της προκοπής. Δεν φεύγουμε ρε! #deutschgang ρε! (απ' αδακά)
  2. Στην τελίκη μπουλάρουμε τον στουη και δε τρέχει τσάι. Μας χαλάει και το στυλ της ομάδας έτσι κι αλλιώς με το να έρχεται κοντοπαντέλονος στα λαν. (απ' αδακά)
  3. Ο.Κ. Έβαλα την αρνητική ψήφο μου, ώρα να την πουλάρω [...] (απ' αδακά)
  4. Πω ρε φίλη, γεμάτο το βροντοπούλι σου από ουρολαγνικά μέλια! ...Τα χρειάζεσαι ή να τα μπουλάρω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

λελέβω, λελεύω

Ρήμα της ποντιακής διαλέκτου που σημαίνει χαίρομαι κάτι, ακουστό κυρίως στην ευρύτερα γνωστή ιδιωματική φράση «λελέβω σε!» (παναπεί, να σε χαρώ!, συνοδευόμενο συνήθως με εγκάρδια αγκαλιά).

Πιθανώς παιδί του αρχαίου λιλαίομαι.

Σουρτούκω! Να λελέβω τα κατσία σ'!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κεβεζές, κεβεζέας

Ο πολυλογάς, ο φλύαρος, ο φαφλατάς στα ποντιακά. Ετυμολογείται από το τούρκικο geveze (με τη σειρά του από το περσικό گپزن) που έχει την ίδια σημασία.

Τέρεν ακεικά, ο Θωμάν λαλία κι έβγαλε και ο Γιώργον άμον κεβεζές κι σταμάτησε να καλατσεύ'! (παναπεί, Δες κατακεί, ο Θωμάς δεν έβγαλε μιλιά και ο Γιώργος σαν φαφλατάς δεν σταμάτησε να μιλάει!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified