πουλάρω, μπουλάρω

Πληθωρικό ρήμα που αντιστοιχεί στις εκφράσεις παίρνω και -για λόγους αμοιβαιότητας- δίνω (μ)πούλο. Αυτό το αλισβερίσι πεόντων συντάσσεται ως μεταβατικό ή ως αμετάβατο, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες.

  1. Να πάει να γαμηθεί το #grexit! Να την πουλάρει η Γερμανία μέχρι να αποκτήσει κυβέρνηση της προκοπής. Δεν φεύγουμε ρε! #deutschgang ρε! (απ' αδακά)
  2. Στην τελίκη μπουλάρουμε τον στουη και δε τρέχει τσάι. Μας χαλάει και το στυλ της ομάδας έτσι κι αλλιώς με το να έρχεται κοντοπαντέλονος στα λαν. (απ' αδακά)
  3. Ο.Κ. Έβαλα την αρνητική ψήφο μου, ώρα να την πουλάρω [...] (απ' αδακά)
  4. Πω ρε φίλη, γεμάτο το βροντοπούλι σου από ουρολαγνικά μέλια! ...Τα χρειάζεσαι ή να τα μπουλάρω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified