Ο άκαμπτα και νοσηρά κολλημένος σε πρόσωπα, σε γκατζετόνια, στην κακώς εννοούμενη τάξη όπως αυτός την αντιλαμβάνεται, ή σε κάθε καρυδιάς ανούσια φετίχ και idées fixes (που λένε και στα ορεινά Σέκλανα) -- εκ πεποιθήσεως ή λόγω ψυχικής διαταραχής.

- Ο κολληματίας της μπάλας είναι το ίδιο ξενερωτικός με τον κολληματία της πολιτικής, που είναι το ίδιο ξενερωτικός με τον κολληματία της μουσικής, που είναι το ίδιο ξενερωτικός με τον κολληματία της τεχνολογίας... (εδώ)

- Πωωωω, με φρικάρει λίγο αυτό, ο κολληματίας που σε ψάχνει ενώ έχεις πει “όχι”... (εκεί)

- Σκληροπυρηνικός γέρος μάλλον, κολληματίας με αυτά που μάθαμε. Ή εθισμένος στο καρτεροτικό μου με το μονολάστιχο. Είναι και πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό το θέμα... (παραπέρα)

σχετικό τραγουδάκι

Βλ. επίσης: βίδας, ψώρας, πωρωμένος, καμένος, αρρωστάκι, κ.ά.

Πάσα: +COY+

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified