Στα καλιαρντά είναι το λαρύγγι. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το τσαρούχι (<τουρκικό çarık) στη λογική ότι λέμε και η γλώσσα μου έγινε τσαρούχι.

Αβέλα κανικό σήμερα το απόγευμα γιατί αβέλα κράκρα για πούλη με πρόγευμα μουτζό και βαθιά τσαρουκού για να τζασάρω τα φλόκια μου. (Από καλιαρντή κριτική στο Μπου, λίγο ντεκαλιαρντέ αφού αναφέρεται σε ηρακλωτές ντάνες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
dryhammer

Στη Χίο (κυρίως στην πόλη παρά στα χωριά) λέγεται τσούρουγλας (Βασικά το λαρύγγι του ψημένου κοτόπουλου και συνεκδοχικά-αστειατορικά και του ανθρώπου)

Τί κότα τρως άμα δε πιπιλίσεις τον τσούρουγλα...

Μην πίνεις ανάφραντα, θα σου κάτσει στον τσούρουγλα...