Εκτός από την ακρίδα και τον βήχα (ετυμολογία: αλβανικό karkalec + -ι < βουλγαρικό скакалец < скачам / skáčam (πηδώ) + -алец) είναι και η άτσαλη βουτιά σε θάλασσα ή πισίνα.
Ώπα, καρκαλέτσι!
Εκτός από την ακρίδα και τον βήχα (ετυμολογία: αλβανικό karkalec + -ι < βουλγαρικό скакалец < скачам / skáčam (πηδώ) + -алец) είναι και η άτσαλη βουτιά σε θάλασσα ή πισίνα.
Ώπα, καρκαλέτσι!
Got a better definition? Add it!
Δεν αναφερόμαστε στο Βελιγράδι, αλλά στον Βόλο, όπου δήμαρχος είναι ο Αχιλλέας Μπέος.
Το Μπέογκραντ είναι γεμάτο λάσπες, αλλά μας μάραναν τα φωτάκια που θα εγκαινιάσουν την εορταστική περίοδο. (Φέισμπουκ).
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός για τους δεξιούς στο ελληνικό γεωγραφικό διαμέρισμα της Μακεδονίας. Μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα (τουλάχιστον) το άκουγες από στόματα αριστερών και πασοκατζίδων για τους νεοδημοκράτες, νωρίτερα για τους ερετζίδες και λοιπούς δεξιούς της εποχής.
Ετυμολογείται από το σλαβομακεδόνικο/βουλγάρικο Охрана που σημαίνει "προστασία".
Στο Β'ΠΠ στη Βόρεια Ελλάδα έλεγαν επισήμως Οχράνα τα ένοπλα τμήματα δεξιών σλαβόφωνων Ελλήνων που τάχτηκαν υπέρ της Βουλγαρίας. Επειδή όμως η ελληνική δεξιά τα είχε συνήθως καλά με τους καταχτητές και είχε τη τάση συνεργασίας με αυτούς, αλλά και με τους Βούλγαρους και Έλληνες σλαβόφωνους φασίστες στην κατοχή, οι βορειοελλαδίτες έβγαλαν τους Έλληνες δεξιούς οχράνες. Δεν συσχετίζεται με τη ρωσσική Οχράνα των Τσάρων. Δεν γνωρίζω αν πλέον χαρακτηρίζουν έτσι και τα ναζίδια.
-Κουπούκι, οχράνα, δραμινέ θα σι πιτάξω τη τσάσκα στο κιφάλι άμα ξαναπείς τέτοια για τον Αντρέα (σ.σ. Αντρέα Παπανδρέου), άιντε από 'δω παλιοκουπούκι ακάθαρμα...
:S
Got a better definition? Add it!
Το κεφάλι. Τι κουβαλάει η γκλάβας α; Δεν έχει ντιπ μυαλό η γκλάβας; Η λέξη είναι σλάβικη και σημαίνει το κεφάλι και μεταφορικά η κεφαλή πχ της εξουσίας
Got a better definition? Add it!
Published
Η σημασία πασίγνωστη: «με το έτσι θέλω", αυθαιρέτως, «car tel est notre plaisir».
Και η προέλευση άγνωστη. Ίσως από την Αλβανική φράση astou due. Οπου astou = έτσι και due = χθές στα αρβανίτικα. (βλ. ΛΟΥΚΑΣ ΜΠΕΛΟΣ, ΑΛΒΑΝΙΚΑ - Ἤ ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΖΩΣΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Εκδ. ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ,2008, Σελ. 74, 82)
Το νόημα είναι «έτσι γίνονταν και χθες», έτσι συνηθίζεται και δεν συζητείται καμία μεταβολή. Είναι γνωστό ποσό οι λιγότερο ανεπτυγμένοι λαοί προσηλώνονται στις παραδόσεις.
ΑΝΑΛΟΓΑ
* γούστο μου (και καουμποηλίκι μου)
* γιατί έτσι μου γουστάρει.
...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι κατασκευασθέντες στην πάλαι ποτέ Ανατολική Γερμανία συρμοί του Ηλεκτρικού, LEW type GIII είτε οι του ιδίου εργοστασίου συρμοί LEW type GI.
Η ετυμολογία προέρχεται αν μη τι άλλο από το πρόγραμμα επανδρωμένων πτήσεων Σογιούζ (ρωσικά Союз), των επίσης πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ, και στα ελληνικά σημαίνει Ένωση. Η χρήση των LEW type GIII άρχισε το 1983 και περιορίστηκε μετά το 1999. Τελικά αντί να ανακαινιστούν και να εκσυγχρονιστούν, σταμάτησαν να κυκλοφορούν κάπου μέσα στο 2004 μετά από μόλις 21 χρόνια λειτουργίας... Οι όμορφοι κίτρινοι LEW type GΙ παραδόθηκαν στον Ηλεκτρικό τη περίοδο 1981-1984 και μεταξύ 1984-1985 επιστράφηκαν όλοι στο μετρό του Ανατολικού Βερολίνου, και οι συρμοί του τύπου LEW type GII επιστράφηκαν στην Αθήνα το 1997 (σύμφωνα με την γερμανική βικιπαίδεια). Αλλά ο γράφων ισχυρίζεται ότι ουδέποτε τους συνάντησε. Οι Γερμανοί τους έλεγαν Gisela. Εδω να αναφερθεί ότι οι LEW type GI που πέρασαν από την Αθήνα και το Βερολίνο στάλθηκαν τελικά ( εξορία ;;; ) στην Βόρεια Κορέα.
Got a better definition? Add it!
Η φλιτζάνα, η κούπα. Από το σλάβικο/ρωσσικό чашка (προφέρεται το ίδιο). Σε χρήση σε πολλά μέρη της Ελλάδας: χωριά του νομού Δράμας, χωριά της Αιτωλοακαρνανίας, στα Ψαρά, στην Ιθάκη, Πιθανών και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας και των Βαλκανίων. Μάλλον δάνειο από τα σλαβομακεδόνικα ή τα βουλγάρικα που πέρασε στα ελληνικά στη βόρεια Ελλάδα. Στα Ψαρά πιθανών ήρθε από τους έποικους από την ηπειρωτική Ελλάδα που τα εποίκισαν κατά το μεσαίωνα. Μοιάζει επίσης με το ουγγρικό csésze (προφέρετε τσίσε με μακρόσυρτο το δεύτερο "σ") που σημαίνει κύπελο (όχι το αθλητικό).
-Να στον κάνω διπλό στη τσάσκα τον καφέ;
-Όχι, μονό. Στο φλιτζάνι.
Got a better definition? Add it!
Στην ανατολ. Μακεδονία (τουλάχιστον) σημαίνει τον παχύ, σωματώδη άντρα· αυτόν με τον χοντρό σβέρκο.
Συνώνυμα: τόφαλος, ξίγκι, βους.
Σύμφωνα με το λεξικό, μπισ, μπισ είναι η φωνή με την οποία φώναζαν τα γουρούνια στη νηπιακή γλώσσα και μπίσι το γουρούνι κι ο βρώμικος σαν το γουρούνι.
Ακόμη, Μπισίκια, (τα) είναι η λίμνη Βόλβη, από τα δυο παράλια χωριά της, τα Μεγάλα και Μικρά Μπισίκια.
Από το βουλγάρικο bis =γουρούνι.
Είναι και πολύ συνηθισμένο επώνυμο.
Ποιος παπάς μαρή, ο μπίσιος;
Got a better definition? Add it!
Ως Σοβιετιστάν εννοούνται διεθνώς οι ασιατικές εις -στάν ομόσπονδες Λαϊκές Δημοκρατίες που αποτελούσαν μέρος της Σοβιετικής Ένωσης, όπως το Καζακστάν, το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν, το Κιργιζιστάν και το Τουρκμενιστάν, και που σήμερα είναι ανεξάρτητα κράτη. Στην Ελλάδα, χρησιμοποιείται για να δηλώσει με ακόμη μεγαλύτερη έμφαση ό,τι και ο όρος Σοβιετία, δηλαδή μια χώρα με κρατισμό, ασφυκτική γραφειοκρατία, αυταρχισμό, διαφθορά, κατάπνιξη της ατομικής πρωκτοβουλίας και του φιλελευθερισμού κ.τ.ό. Για την ακρίβεια τονίζει ειδικότερα το πώς κομμουνιστικές ή γενικότερα σοσιαλιστικές ή αριστερές ιδεολογίες κακοχωνεύονται από χώρες εθισμένες σε δεσποτείες ασιατικού τύπου. Ορισμένες φορές ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει την εκκρεμή κατάσταση σε παρόμοιες χώρες μετά την αποκαθήλωση του κομμουνισμού
και το χάος και τους συμφυρμούς που επέφερε
Όταν τώρα ο όρος χρησιμοποιείται ως εθνικό αυτοφαυλιστικό για την ίδια την Ελλάδα,
εννοούνται όλες οι παραπάνω παθογένειες, αλλά φιλτραρισμένες μέσα από τα προβλήματα τα ιδιάζοντα στην Ελλάδα, όπως λ.χ. ο ρωμαίηκος νεποτισμός, τα κατάλοιπα της Οθωμανικής εποχής και του ύστερου Βυζαντίου που θίγει ο Ραμφοκοέλιο, η γενικευμένη ανομία, το ρουσφέτι, η αριστερίλα κ.τ.ό. Είναι ενδεικτικό ότι πολλά από αυτά που αναφέρονται ως χαρακτηριστικά του Σοβιετιστάν, όπως φαίνεται στα παραδείγματα, δεν θα μπορούσαν ποτέ να συμβούν στη Σοβιετική Ένωση, (λ.χ. οι δυναμικές φοιτητικές κινητοποιήσεις, ο κρατικιστικός τουρισμός κ.ά.. βλ. παραδείγματα), αλλά το Σοβιετιστάν είναι ένας φαντασιακός συμφυρμός Σοβιετικής Ένωσης και Ελλάδας, υπό την οπτική νεοφιλελέδων, μνη κ.ά., όπως συμβαίνει και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις. Λ.χ. η έκφραση εργατικός Μεσαίωνας δεν αναφέρεται ασφαλώς στη φεουδαρχία, αλλά στον κοντινό 19ο αιώνα, ή το πολύ πολύ στη συσσώρευση κεφαλαίου στην πρώιμη νεωτερικότητα. Σε παρόμοιους ρητορικούς μηχανισμούς λαμβάνεται ένα σκιάχτρο και συμφύρεται με την πραγματικότητα στην οποία ασκείται κριτική, η οποία εν προκειμένω είναι το πασοκιστάν ή το ΣΥΡΙΖΟΚ.
Got a better definition? Add it!
Συγκροτημένη ομάδα μελών ενός πολιτικού κόμματος που έχουν κοινή ιδεολογική ταυτότητα και επιδιώξεις και συνεδριάζουν μυστικά για να αποφασίσουν ποια στάση θα κρατήσουν στα επίσημα κομματικά όργανα. (Από εδώ).
Ετυμολογία από τη ρωσική, фракция (εδώ), που με τη σειρά της προήλθε από τη λατινική fractio (εδώ).
Αυτοί έχουν κάνει φράξια και πάνε να διασπάσουν το κόμμα. (Από εδώ).
Παράγωγα φραξιονιστής, φραξιονισμός, φραξιονιστικός.
Άλλη μια λέξη της κομματικής αργκό προερχόμενη από το χώρο της κομμουνιστικής αριστεράς, με τη γνωστή γλωσσική διαδρομή: Λατινικά => Ρωσικά (συνήθως μέσω κάποιας άλλης Ευρωπαϊκής γλώσσας, κυρίως της Γερμανικής => Ελληνικά. (Δες και κοοπτάτσια).
Βέβαια όπως συνήθως συμβαίνει (το'χα πάθει και γώ άλλωστε, εδώ) η λέξη απέκτησε άλλη σημασία στ' αυτιά των "αμύητων", όπως φαίνεται στο παράδειγμα:
Σκηνή από το "φοιτητικό" καφενείο, δίπλα στο Πολυτεχνείο, λίγο μετά τη μεταπολίτευση. Ο καφετζής έχει ακούσει τη λέξη και τα παράγωγά της, "μεταφράζοντάς τα κατά το δοκούν". Σχολιάζει το "εξάπορτο" που έκανα στον αντίπαλο "φράζοντας" τα πούλια του:
Τι βλέπω Μήτσο, φραξιονιστικές ενέργειες;
Got a better definition? Add it!