Είναι ο στραγαλατζής, ο πωλητής στραγαλιών η φθηνών λαϊκών ξηρών καρπών γενικότερα όπως σπόρια φιστίκια αλλά και αμύγδαλα, φουντούκια, καρύδια, φιστίκια Αιγίνης κλπ. Κατά κανόνα προσδιορίζει τον πλανόδιο πωλητή. Επάγγελμα του παρελθόντος που τείνει να εκλείψει. Ο λεμπλεμπιτζής είτε κρατούσε καλάθι είτε διέθετε τροχήλατο θερμαινόμενο με κάρβουνα πάγκο-προθήκη για να τα διατηρεί ζεστά, εξ ου και το φουγάρο που προεξείχε και έβγαζε καπνό ερεθίζοντας ευχάριστα την όσφρηση των υποψήφιων πελατών. Σερβίριζε σε αυτοσχέδια χωνάκια που δημιουργούσε επί τόπου από χαρτί. Από το τούρκικο leblebi που σημαίνει στραγάλια, "ελληνιστί" και λεμπλεμπιά.

  1. Τώρα που θα περάσει ο λεμπλεμπιτζής, πες μου να σου αγοράσω μισό ευρώ φιστίκια.
  2. Πολύ μ αρέσουν τα ζεστά λεμπλεμπιά, αλλά χάθηκαν πια οι λεμπλεμπιτζήδες.

Got a better definition? Add it!

Published

#2
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

Και λεμπλεμπί τοζού, σκόνη στραγαλιών, τα κοπανισμένα στραγάλια που λέει και στη Λωξάντρα. Υποψιάζομαι πως κάνουν το στόμα τσαρούχι το ίδιο όπως και τα ακοπάνιστα.

#3
dryhammer

Τα κοπανίζαμε μαζί με ζάχαρη, αλλά η σκόνη αυτή ήθελε νερό για να πάει κάτω γιατί κολλούσε και τσιμέντωνε στο στόμα.

Ακόμη, τα μαλακά στραγάλια (αφράτα τα λέτε εσείς εκεί, γιατί εμείς εδώ) τα λέμε ζεβλεπιές -μάλλον εκ του λεμπλεμπί.

Οι σταραγαλιές είναι άλλο πράμα.