Στην αγγλική αργκό του ίντερνετ, pwned σημαίνει σκοτώθηκα ή ταπεινώθηκα σε ένα παιχνίδι.

ALL NOOBZ R PWNED (= όλοι οι οι ψάρακες έχασαν)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Επισκέπτης

vghke epeidh 8elane na grapsoune owned alla patagane to "p" katala8os pou vrisketai dipla sto "o" anti gia to idio to "o"

#2
Επισκέπτης

To p bghke sthn arxh kata lathos alla gia kapoious arxise meta na shmainei "pure". Opote pwnage = pure ownage = kseftiliki

#3
Hank

Συμβαίνει και στα ελληνικά με το «λ» που πατάς αντί για τόνο. Κι έτσι γράφεις «κλανω» αντί για «κάνω». Μού 'χει τύχει ν γράψω «κλανουν έρωτα» και μου λέγαν μετά «Ουάου, και γαμώ τα βίτσια!».