1. Ηλίθιος, βλάκας, τρόμπας.
  2. Ο φαφλατάς, ο κλασομπανιέρας. Με την ίδια σημασία και ως σύνθετο: παπαρολόγος.
  1. - Τι παπάρας! Πάλι με άφησε να περιμένω μέσα στο κρύο.

  2. - Τι σου έλεγε πάλι ο παπάρας; Πάλι για τη βίλα του στο Πανόραμα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
mariahomorfi

χρησιμοποιειται και ως α' συνθετικο και δηλωνει κατι το βαρετο και χιλιοειπωμενο που καταντα ανιαρο και ανουσιο.
ακομα μπορει να σημαινει κατι μισητο που δεν μπορουμε να το αντεξουμε πχ παπαροαρχαια ή ακομα και με ονοματα παπαρομπερση

#2
Cunning Linguist

Μην ξεχνάμε και τον Μίλτο Παπάρα του ρετιρέ! :Ρ