- Ηλίθιος, βλάκας, τρόμπας.
- Ο φαφλατάς, ο κλασομπανιέρας. Με την ίδια σημασία και ως σύνθετο: παπαρολόγος.
- Τι παπάρας! Πάλι με άφησε να περιμένω μέσα στο κρύο.
- Τι σου έλεγε πάλι ο παπάρας; Πάλι για τη βίλα του στο Πανόραμα;
- Τι παπάρας! Πάλι με άφησε να περιμένω μέσα στο κρύο.
- Τι σου έλεγε πάλι ο παπάρας; Πάλι για τη βίλα του στο Πανόραμα;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
2 comments
mariahomorfi
χρησιμοποιειται και ως α' συνθετικο και δηλωνει κατι το βαρετο και χιλιοειπωμενο που καταντα ανιαρο και ανουσιο.
ακομα μπορει να σημαινει κατι μισητο που δεν μπορουμε να το αντεξουμε πχ παπαροαρχαια ή ακομα και με ονοματα παπαρομπερση
Cunning Linguist
Μην ξεχνάμε και τον Μίλτο Παπάρα του ρετιρέ! :Ρ