Αδιαφορώ, κάνω πως δεν καταλαβαίνω, το φιλοσοφώ, το διασκεδάζω.
Το έριξε στο σορολόπ.
Άσ' τον μωρέ αυτόν τον σορολόπ (= μην ασχολείσαι με τον άστατο).
Δες και σορολόπ!
Got a better definition? Add it!
Published 2008-02-29 22:15:24+00:00 Last modified 2015-04-23 23:11:46+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
0 comments