Νογάς, β' ενικό πρόσωπο.
Ρήμα που χρησιμοποιείται για να τονίσει την ανικανότητα του συνομιλητή να κατανοήσει, πραγματοποιήσει, ανταποκριθεί στις παρούσες προσδοκίες της περιστάσεως.
Νογάς, β' ενικό πρόσωπο.
Ρήμα που χρησιμοποιείται για να τονίσει την ανικανότητα του συνομιλητή να κατανοήσει, πραγματοποιήσει, ανταποκριθεί στις παρούσες προσδοκίες της περιστάσεως.
Got a better definition? Add it!
3 comments
eazy
apo nomo aitolokarnanias prepei na katagesai filos e?
Hank
Απ' το «κατανοώ»;
earendil_ath
Από το νοώ λογικά
και το 'γ' μάλλον μπήκε για ευφωνία