Νογάς, β' ενικό πρόσωπο.

Ρήμα που χρησιμοποιείται για να τονίσει την ανικανότητα του συνομιλητή να κατανοήσει, πραγματοποιήσει, ανταποκριθεί στις παρούσες προσδοκίες της περιστάσεως.

  1. Ρε φίλε,σου λέω 2 κουβέντες και συ δε νογάς!

  2. - Έλα μαν, παίχτηκε σκηνικό με Σίσσυ τελικά; - Είναι κολλημένη ρε, δε νογάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified