Δεν είναι ο Μπαμπινιώτης, (δεν είναι ο κροταλίας), αλλά μία επικίνδυνη μεταλλαγμένη παραλλαγή του, βγαλμένη μέσα από λάθος πειράματα που πραγματοποιήθηκαν σε φρικτά ναζιστικά εργαστήρια γενετικών ερευνώνε, και ο οποίος κάποια στιγμή το έσκασε και ανέλαβε να κατακρεουργήσει τον πλούτο της γλώσσης ήν μας έδωκαν Ελληνικήν. Πρόκειται για τερατώδες όν, κάτι μεταξύ μπαμπουίνου και Μπαμπινιώτη, που κυκλοφορεί ελεύθερο και πυροβολεί αδιακρίτως, σκορπίζοντας τον τρόμο και το σύστριγγλο. Ά, κόντεψα να το ξεχάσω, είναι και μέλος του slang!

Μεταξύ φίλων :
- Άσε ρε μεγάλε που θα μου πεις ότι η Ελενίτσα ξέρει Γαλλικά...
- Ναι ρε μαλάκα σου λέω, αφού έχει πάρει το Μπακαβλορεά...
- Ωοοοο, μεγάλε έγραψες! Για πάρτε ρε ένα μπαμπουινιώτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εν αντιθέσει με την λυματολάσπη, η οποία αποτελείται από βιολογικά κεκαθαρμένες ακαθαρσίες, η λημματολάσπη δεν υπεβλήθη στην εν λόγω διαδικασία με αποτέλεσμα να απαρτίζεται από άχρηστα προϊόντα και μόνον. Αντιπροσωπεύει τον μεγάλο σωρό μέσα στον οποίο καταλήγουν εκατοντάδες λημμάτων, των οποίων μοναδική φιλοδοξία είναι να περάσουν απαρατήρητα (στο 0-0, ούτε πράσινο ούτε κόκκινο). Στην δημιουργία βέβαια του οποίου έχω προλάβει να βάλω κι εγώ ένα χεράκι (ο λημματολάσπουρας).

.

- Μαλάκα, θα τους γαμήσω το Σαββατοκύριακο στο slang! Σού χω κάτι λήμματα μπερκέτι!
- Καλά, χέσε ψηλά κι αγνάντευε, τ'αρχίδια μας κουνιούνται, λημματολάσπουρα!

Ψάχνοντας στη λημματολάσπη (από GATZMAN, 24/04/09)

Βλ. και λύμα, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την ψυλλιάζομαι, διαισθάνομαι πως κάτι κακό σχεδιάζεται, καταλαβαίνω πως μου την έχουν στημένη.

Μπουλέκος : - Πού να στα λέω! Χτες έβγαλα τσάρκα το εργαλείο στην Εθνική και έπιασα τα 260!
Κάγκουρας : - Τι λε ρε μαλάκα ναούμ, ευτυχώς που δεν σε γράψανε.
Μπουλέκος :
- Χα, ο τόπος ήταν τίγκα στο μπατσικό, αλλά την σακουλεύτηκα και έπαιξα αντιραντάρ. Όταν βάρεσε έκοψα και την έβγαλα καθαρή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουσικό όργανο για καβλωμένους σολίστ, οι οποίοι αναλαμβάνουν τον ρόλο του μαέστρου, του εκτελεστή και του ακροατή ταυτόχρονα συνθέτοντας μία ολοκληρωμένη μουσική πράξη, την μαλακία.

Στο στρατόπεδο :
- Ρε Μήτσο, χθες είχα έξοδο και γνώρισα δυο θεόμουνα, γαμώ τις γκόμενες σου λέω!
- Σοβαρά;
- Ναι, αλλά η επόμενη έξοδος είναι σε δυο βδομάδες.
- Κατάλαβα. Άντε αγόρι μου, πιάσε δουλειά να ηρεμήσεις. Ε ρε, έχει να πάει η χουφτοβιόλα σύνεφο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη εκδοχή για το σουτιέν που αποδίδει στο εσώρουχο έξτρα υποστηρικτικές ιδιότητες (κάτι δηλαδή σαν ανάρτηση με σούστες), απαραίτητες βέβαια για βυζιά μεγάλου μεγέθους.

(Στο δοκιμαστήριο μαγαζιού γυναικείων ρούχων μία κυρία με πλούσιο μπούστο δοκιμάζει διάφορα ρούχα.) (Στην υπάλληλο)
- Κοπέλα μου, ωραία αυτή η μπλούζα, αλλά είναι λίγο διαφανής και φαίνεται ο σουστιές!
(Υπάλληλος, χωρίς να καταλαβαίνει)
- Ο ποιος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φρέσκο στο κουρμπέτι, ξεπεταρούδι. Λέξη που περιγράφει όμορφες νεαρές παρθένες που πρωτοκυκλοφορούν και ωσάν φρέσκα ραπανάκια που μας ανοίγουν την όρεξη, μας ξυπνούν άλλες ανομολόγητες ορέξεις.

- Πω πω μαλάκα, έλα να δεις!
- Έλα, τι είναι, πάλι εκδρομή βγήκε το Λύκειο;
- Καλά, γέμισε ο τόπος καβλοράπανα!
- Σκούπισε τα σάλια σου κωλόγερα, αυτά δεν είναι πλέον για μας....

(από John Kar, 21/05/08)(από ironick, 11/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρε πούστη. Έτσι απλά. Επειδή ο νεοέλληνας βαριέται ακόμα και να ξύσει τον κώλο του, σίγουρα θα του κάνει κόπο να πει ολόκληρη τη λέξη. Με μία κίνηση λοιπόν πετάει έξω όλα τα φωνήεντα.

Στο δρόμο περπατούν δύο φίλοι.
- Ωχ, όχι ρε πστ! Ξέχασα τα κλειδιά του αυτοκινήτου!
- Μπράβο μαλάκα! Πήγαινε τώρα ένα χιλιόμετρο δρόμο να τα πάρεις για να μάθεις άλλη φορά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση δηλωτική της υποχώρησης και της θυσίας ιδανικών και ηθικών αξιών στον βωμό του χρήματος, ή του άνισου αγώνα όλων των παραπάνω έναντι του μεγάλου θηρίου που κατατροπώνει και ποδοπατά τους αδύνατους στο πέρασμά του. Προέρχεται, από όπου και αυτονομήθηκε, από την ταινία του 1964 «Λόλα» του Ντίνου Δημόπουλου. Ο Σπύρος Καλογήρου απειλεί με μαχαίρι τον μεγάλο Νίκο Κούρκουλο. «Γιατί θες να με φας;», ρωτάει ο Κούρκουλος. «Είναι πολλά τα λεφτά, Άρη», απαντάει ο Καλογήρου.

(Δυο φίλες συζητούν)
- Καλά δεν σε πιστεύω! Θα βγεις με αυτόν τον ψωλομούρη;
- Μου είπε ότι μπορεί να με πάρει στο κανάλι για δουλειά.
- Κι αν σου απλώσει χέρι;
- Θα δω τι θα κάνω... Είναι πολλά τα λεφτά Άρη...

(από Cunning Linguist, 18/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα χαιρετισμού Έλληνα νεοράπερ σε άλλον «ράπερ», κραδαίνοντας και κουνώντας με χαρακτηριστικό τρόπο τα χέρια του (άπλωμα μπροστά και περιστροφή προς τα έσω όλου του άκρου από τον ώμο και κάτω). Συχνά συνοδεύεται από την λέξη «μαν», για να ολοκληρωθεί ο χαιρετισμός.

Στον δρόμο :
- Γιο μαν, τι κάνεις μαν, σου βρίσκεται κάνα τσιχλόνι;
- (Του δίνει τσίχλα) Καβάτζωσέ το μαν. Ωραίο εργαλείο αγόρασες έμαθα. Σεβρολέ με ανάρτηση μπιτάτη που πατάς το κουμπέτο και κουνιέται πάνω κάτω.
- Καλό είναι το αμαξόνι δικέ μου, αλλά θέλω να του περάσω φιμάτο τζάμι και ζαντολαστιχουλέξ χρωμίου και θα γίνει πολύ ραπεράτο, γιο!

Το "γιο" είναι να το \'χεις, σε φάση. (από Galadriel, 18/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η γυναίκα που ενσωματώνει μερικά ή όλα από μια σειρά χαρακτηριστικών που αποτελούσαν κάποτε βασικά για τους θιασώτες της ΚΝΕ θηλυκού γένους:
α) Αξύριστα πόδια
β) Αξύριστες μασχάλες
γ) Αξύριστο μπικίνι
δ) Άβαφτο πρόσωπο χωρίς make-up
ε) Φούστα στον αστράγαλο (για να μην φαίνονται τα αξύριστα πόδια) πλισέ με tribal σχέδια
στ) Εναλλακτικά, τζιν-σωλήνας
ζ) Σανδάλι δερμάτινο με τη φούστα, ή
η) Παπούτσι ελβιέλα με το τζιν, και
θ) Τσάντα ταγάρι τύπου.

- Ρε μαλάκα, για κοίτα τι πηδάει ο Γιώργος! Πες μου τώρα, σ' αρέσει αυτή η γκόμενα;
- Κνιέρχ!
- Πως;
- Μα δε την βλέπεις ρε μαλάκα την κνίτισσα; Πως μπορείς να πηδήξεις μια γκόμενα που η τρίχα της είναι πιο μακριά απ' τη δικιά σου;

Βλέπε και το πολύ το Κάπα Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα και ταγάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified