Αυτός που φοιτά σε κολέγιο αντί για δημόσιο σχολείο. «Στο Αθήνα», χρησιμοποιείται για τους μαθητές (και τους απόφοιτους) του κολεγίου Αθηνών και Ψυχικού. Περισσότερο χρησιμοποιείται κοροϊδευτικά, υποδηλώνοντας πλουσιόπαιδο, φλώρο, μαμόθρεφτο, κακομαθημένο. Οι ίδιοι μεταξύ τους το θεωρούν τιμητικό. Καταφέρνουν να ξεχωρίζουν λόγω της πανομοιότυπης εμφάνισης και συμπεριφοράς. Εντύπωση μάλιστα προκαλεί το γεγονός πως κάνουν παρέα μόνο μεταξύ τους.

- Είχα πάει στο PJs και ήταν πήχτρα στα κολεγιόπαιδα που το παίζαν μάγκες με τα λεφτά του μπαμπά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Επισκέπτης

Epishs ta kolegiopaida einai katestrammenes proswpikothtes. Kaneis den tous sevetai.

#2
Galadriel

Τζουν πρόκειται για αυτοκριτική με θλίψη ή έντονη κριτική με κατηγορώ; (btw κάτι έπαθε το κίμπορντ σου και γράφει με αγγλικά γραμματάκια)

#3
patsis

Κάποιος έχει πάει κολέγιο εδωπέρα...

Πάντως λέγεται κι έτσι: «Ποιος μωρέ ο τάδε; Κολέγιο είναι τώρα! Έπρεπε να τον δεις παλιά τι αρχίδι ήτανε!» Μ' άλλα λόγια το κολέγιο συνεκδοχικά αντί του κολεγιόπαιδου.

#4
iron

υπάρχει και το Μωραϊτόπαιδο, από τη σχολή Μωραΐτη.

#5
Iasonas

ΣΑΚΑ φουτουγου

#6
Vrastaman

Τα μωραϊτόπαιδα συνδυάζουν όλα τα κακά των κολεγιόπαιδων χωρίς όμως τα όποια καλά.