Selected tags

Further tags

Συναντάται κατά τις βραδυνές εξόδους ως το μόνο αρσενικό ανάμεσα σε μια γυναικοπαρέα. Συνηθισμένη εικόνα ενός κακομοίρη που κυκλοφορεί δύο ή και περισσότερες κοπέλες για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς, ο ίδιος γουστάρει μία από αυτές αλλά ποτέ δεν έχει κάνει κίνηση και ούτε πρόκειται γιατί είναι φλώρος . Η αξιολύπητη παρουσία του και μόνο αποτελεί εμπόδιο στο να κάνει άλλος κίνηση.

Στην περίπτωση που κάποιος κάνει κίνηση σε παρέα με ξάδερφο:
Ένας ξάδερφος δεν είναι διατεθειμένος να αφήσει άλλο αρσενικό να κάνει κάτι, παρόλο που γνωρίζει ότι θα πάει χαράμι η γκόμενα με την πάρτη του, επιστρατεύοντας κάθε σιχαμένο μέσο προκειμένου να κάνει χαλάστρα. Σε ακραία περίπτωση είναι ικανός να το παίξει μέχρι και γκόμενος της κοπέλας, κάνοντας σκηνές ζηλοτυπίας προκειμένου να απωθήσει έναν ενδεχόμενο μνηστήρα !

Ο ξάδερφος στην καθημερινή του ζωή χαρακτηρίζεται συνήθως από έννοιες όπως φλώρος , καληνυχτάκιας , λούζερ και σπανιότερα ως αλεπούστης .

- Τι έγινε ρε με το ξανθό ,τι λέγατε ;
- Άστα ρε , χώνονταν ο ξάδερφος κάθε λίγο και δεν μας άφησε να σταυρώσουμε κουβέντα.

- Σκέφτομαι να χωθώ στην τύπισσα απέναντι .. της μιλάει όμως εκείνος ο φλώρος.
- Μη μασάς ρε , ξάδερφος θα 'ναι. Κόψε φάτσα .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1)ορισμός από την ελληνική βικηπαδεία: Το κασέρι (ή κασσέρι) (απο τουρκ. kaşar1) είναι ημίσκληρο τυρί από πρόβειο και κατσικίσιο γάλα, με συμπαγή μάζα χωρίς τρύπες. Παράγεται σε κυλινδρικά κεφάλια διαμέτρου 30 και ύψους 10 εκατοστών εμβαπτισμένα σε φυσικό κερί. Το κασέρι μπορεί να διατίθεται και σε παραλληλεπίπεδες φραντζόλες μήκους 30 εκατοστών και διατομής 10x10 εκατοστών. Παρασκευάζεται κυρίως στη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, τη Θράκη και τη Λέσβο – όπως και σε πολλά μέρη της Τουρκίας.[εκκρεμεί παραπομπή]

Το κασέρι έχει καταχωρηθεί ως προϊόν Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (Π.Ο.Π.)2 με τον Καν.(ΕΟΚ)1107/96 της Ευρωπαϊκής Ένωσης .


2)Σύμφωνα με τους Θεσσαλονικείς, σελεμελέδεςσελεμελές / σελεμελού και εν γένει βορειοελλαδίτες, κασέρι αποκαλείται οποιοδήποτε κίτρινο ή πορτοκαλί-πάντως όχι λευκό-τυρί, σε αντιδιαστολή με τα λευκής αποχρώσεως τυροκομικά, τα οποία αποκαλούνται τυριά.Έτσι κατά τη βορειοελλαδίτικη σλανγκιάσλανγκ, τυρί είναι η φέτα, η μυζήθρα, το μανούρι, το ανθότυρο, ενώ κασέρια το παραδοσιακό κασέρι, η γραβιέρα, το γκούντα, ένταμ, τσένταρ, καμαμπέρ, έμμενταλ κι εν γένει οποιοδήποτε κίτρινης αποχρώσεως τυροκομικό.πρόβλημα γεννά εδώ η κατάταξη του τυροκομικού <κεφαλοτύρι>, δοθέντος, ότι είναι ένα κιτρινόλευκο τυρί.Εδώ οι περισσότεροι λαλάδες, μπαγιάτες μπαγιάτηςκαι μη, αναφέρουμε απλώς το κεφαλοτύρι, χωρίς να εξειδικεύουμε αν πρόκειται για τυρί ή κασέρι.Έτσι η σχετική πίτα, ονομάζεται κασεροζαμπονόπιτα ή σπανιότερα ζαμπονοκασερόπιτα, δίχως κανέναν να ενδιαφέρει τι τυροκομικό πράγματι πλαισιώνει το επίσης αγνώστου προελεύσεως αλλαντικό.

Παράδειγμα εδώ

στο σούπερ μάρκετ. -Καλησπέρα σας.Σε κασέρι τι έχετε? -Υπάρχει γκούντα Ολλανδίας, Ένταμ, Ελβετικό Έμμενταλ και Κεφαλογραβιέρα Νάξου.


3) Και πάλι στη Θεσσαλονικιώτικη μαγκιώρικη μάγκας και συγκεκριμένα δυτικοκαγκούρικη κάγκουρας σλανγκ, ο αντικοινωνικά ξενέρωτος άνθρωπος με δόσεις ηλιθιότητας και κοινωνικής αποκλίσεως.Πρόκειται για χαρακτηρισμό συνώνυμο του λούληλούλης, συναντώμενο ιδιαίτερα σε τιμημένες γλωσσικά δεκαετίες, όπως τα 80's και 90's, οδηγούμενο βαθμηδόν σε εξαφάνιση(αλλά γι'αυτό υπάρχει και το slang.gr, για να διασώσει τη γλωσσική πολιτιστική μας κληρονομιά), προφανώς αποδιδόμενο σε άνθρωπο με τις ιδιότητες του μαλακού ενίοτε γαλακτοκομικού, μαλθακό κι ευάλωτο, που λιώνει εύκολα, σαν το κασέρι(ήτοι ως άνω υπό στοιχείο 2, όλα τα κίτρινα τυριά).

Παράδειγμα εδώ

-Αδερφέ, επειδή δηλαδή η φτώχεια θέλει καλοπέραση, σήμερα θα μαζευτούμε όλοι στο πατρικό μου, λείπουν οι γέροι μου Χαλλλκιδική, θα φέρει κι ο καθένας τα ξύδια του, θα γίνει φάση σε μιλάω. -Ρε καρντασάκο, όλα γκαλλά, αλλά τη ντελευταία φορά ο αποκάτω μας έφερε τους μπάτσους ναούμε. -Ρε άααασε τώρα τον αποκάτω, άμα τάχει τα κάκκαλα, ας με πει στα ίσια, ότι τον ενοχλάω.Άααντε τώρα, το κασέρι.

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη από τα χωριά της Ξάνθης.

Αυτός που δεν το έχει το μουνί. αγάμητος. άσχετος με το καμάκι

- Πολύ τον θαυμάζω τον Πελοπίδα, έχει τον τρόπο του με τις γυναίκες.
- Ποιος; Ο Πελοπίδας; θα μας τρελάνεις; Αυτός είναι αμούνης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέος που κάνει από ανέκαθεν ζωάρα, χωρίς να έχει συναντήσει δυσκολίες ή άγχος στη ζωή του. Για το γεγονός αυτό έχουν φροντίσει στις περισσότερες περιπτώσεις οι γονείς του και σπανιότερα η τύχη. Αν και δεν αποτελεί κανόνα, συνήθως οι καλοζωισμένοι είναι μοναχοπαίδια ή πρωτότοκοι γιοι έχοντας μικρότερη αδερφή. Ακολουθούν παραδείγματα/στιγμιότυπα της ζωής ενός καλοζωισμένου:

  • Μπαμπάς γιατρός, συνήθως γυναικολόγος. Γιος ακολουθεί το ίδιο επάγγελμα και ειδικότητα, οδηγώντας την μπαρμπαδίσια μερσεντές του πατέρα για τις εξορμήσεις του στη Χαλκιδική. Χρησιμοποιεί τα λεφτά του πατέρα του για να προσελκύσει κορίτσια, καθώς εμφανισιακά είναι σαν τενεκές.
  • Διαθέτει οικογενειακό εξοχικό σε πανέμορφο μέρος στη Χαλκιδικη, ωστόσο γκρινιάζει στους γονείς του γιατί δεν είναι σε αρκετά κοσμοπολίτικο μέρος (βλ. Καλλιθέα).
  • Η μαμά τον ταΐζει με πολύ προσοχή και του τσιμπάει τα μαγουλάκια σε κάθε ευκαιρία, ωστόσο αυτός της μιλάει απότομα γκρινιάζοντας για ασήμαντους λόγους.
  • Παρ' ότι διαθέτει δουλειά με εξαιρετικό μισθό και άνετα ωράρια, γκρινιάζει γιατί θέλει δουλειά σαν του κολλητού του, η οποία του φαίνεται καλύτερη.
  • Γκρινιάζει (τι πρωτότυπο) γιατί δεν έχει κανονίσει διακοπές όπως θα θέλε. Καταλήγει να πάει Μύκονο, Ίο, κλπ...
  • Κάνει ανελέητα check-in σε trendy μαγαζιά, αναζητώντας πάντα να κολλήσει στην παρέα κάποιου γνωστού. Η παρέα του γνωστού προσπαθεί να τον αποφύγει.
  • Σε περίπτωση που δεν εργάζεται, κάνει ζωή χλιδάνεργου αγοράζοντας ποδήλατα αξίας 1600 ευρώ.

- Πάλι γκρινιάζει ο Βασίλης, δε του άρεσε που δε θα πάμε Μώλο το τριήμερο.
- Δε μας παρατάει μωρέ ο καλοζωισμένος! Κάθε φορά το δικό του γίνεται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς ο φλώρος, ο φλωράκουλας, ο φλωρεντζέτουλας, ο φλωρόπουστας, η φλωρεντία, το φλώρι, αυτός που δεν είναι αρκετά μάγκας και άντρακλας.

1. τραβα για γαλα καλε σκλομικρο θες να γινεις κ αντίφας... ανικανο αχρηστο :Ρ ντροπη της αντιφας εισα φλωρατσα κρεμαστη. ορθιο κοιμησμενο κρέας.

  1. ΦΛΩΡΑΤΖΑ ΚΑΝΕ ΠΙΣΩ,ΦΛΩΡΑΤΖΑ ΚΑΝΕ ΠΙΣΩ,ΦΛΩΡΑΤΣΑ ΚΑΝΕ ΠΙΣΩ ΝΑ ΜΗ ΣΕ ΚΟΠΑΝΗΣΩ. (Χιπ χοπ στίχοι).

  2. Γαμα τον......και ελα να σπασουμε πλακα με κανενα αλλο νουμερο..... Σηκω φυγε απο εδω ρε φαγκοτίνο!!!! Τραβα αλλου ρε φλωρατσα!!!!! (Από βρις-οφ σε μπουρδελοσάιτ).

4. mori floropousta pleyri exeis upiretisei esu sto megalo peuko re foukariari exeis dei tin mouri sou pws einai vouturobebe floratsa tou kerata palio mpouli esu re

Κάνε πίσω φλωράτσα μη σε κοπανήσω (από Khan, 29/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νόσος του καληνυχτάκια. Συνήθως ορίζει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος που δυσκολεύεται να βρει ερωτική σύντροφο διότι σε κάθε ραντεβού, την συνοδεύει μέχρι το σπίτι της όπου, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε εκδήλωση ερωτικής επιθυμίας, την καληνυχτίζει.

Διαφήμιση της Gilette, διά στόματος Ζουγανέλη, ο οποίος διαγιγνώσκει την αρρώστια κάποιου ερωτικά αποτυχημένου:

«...οξεία καληνυχτοπάθεια!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος του ανδρός που χαϊδολογιέται ασύστολα και βάζει σε κάθε λέξη που ξεστομίζει υποκοριστικό.

(ο γατούλης παραγγέλνει σε ντελίβερι)
- Nαι, τα σαντουιτσάκια με πατατούλες, ευχαριστώ… A! Nα βάλετε και μερικά κετσαπάκια εξτρά παρακαλώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ένας εκκεντρικός συνήθως καλλιτέχνης ροκάς / μεταλλάς / γκοθάς κτλ. με θηλυπρεπή εμφάνιση, έντονο έως προκλητικά έντονο μακιγιάζ, προσεγμένη κόμη που πραγματικά μπορεί και να μην είναι ομοφυλόφιλος. Παραδείγματα τέτοια ο Marilyn Manson, ο Βrian Molko κ.α.

  2. Ο πούστης με έντονη θηλυπρέπεια και μακιγιάζ στο πρόσωπο, αλλά ταυτόχρονα και αντιφατικά μεν με περίσσια μαγκιά συνήθως σε μια απέλπιδα προσπάθεια του να πείσει τους επικριτές του ότι τουλάχιστον είναι μάγκας, ντόμπρος και βαρύς στα λόγια και στις πράξεις κι ας είναι πούστης. Βρίσκεται σε διαρκή άρνηση και μη αποδοχή της ομοφυλοφιλίας του και καταλήγει να γίνεται διπλή ρόμπα και ξεφτίλα μιας και δεν καταφέρνει να πείσει ούτε τον ίδιο του τον εαυτό ότι η καινοτομία που πάει να εισάγει (αυτή του μάγκα πούστη) θα του αποφέρει καρπούς / μερικούς πόντους για να ανέβει κατηγορία πάνω από τον κλασσικό πούστη. Στον Ελλαδικό χώρο καταξιωμένος πουδρόμαγκας είναι ο Ανδρέας Ευαγγελόπουλος a.k.a «Εθνικός Σταρ», trash είδωλο των 90's, που εισήγαγε την, τολμηρή ομολογουμένως, «μεγάλη Ιδέα» για την εποχή του μάγκα πούστη με πεταλουδέ μάτι(όπως τον έκραζε τότε ο ανταγωνιστής του και επίσης πουδρόμαγκας Μίστερ Μπούτιας σε μια διαμάχη που είχαν στην trash εκπομπή του Ερωτοδικείου).

Ο Εθνικός Σταρ σε πολλές εμφανίσεις του κρατούσε ένα κομπολόϊ από τα 90's μέχρι πρόσφατα. Σε μια του δήλωση είπε χαρακτηριστικά:

-«Εγώ χορεύω κορίτσι μου ζεϊμπέκικα, αυτό με εκφράζει εμένα. Είμαι βαρύς εγώ αγάπη μου κι ας φοράω πούδρα!»

Ο Λ.Λαζόπουλος σε εκπομπή του γκρέμισε το προφίλ/καινοτομία του πουδρόμαγκα πούστη ξεφτιλίζοντας δημοσίως τον εμπνευστή της μεγάλης αυτής Ιδέας και τότε μπήκε στο χρονοντούλαπο ο πρώτος και τελευταίος μεγάλος πουδρόμαγκας της εποχής μας...

-Είμαι βαρύς κι ας φοράω πούδρα. Ο πουδρόμαγκας...

(από Mpiliardakias, 06/04/14)(από Mpiliardakias, 06/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βουτυρομπεμπές, το βουτυρόπαιδο, ο φλώρος. Υπάρχουν μερικές εκφράσεις όπου ο κώλος θεωρείται ως η έδρα (pun intended) της σκληράδας/ εμπειρίας/ ψησίματος στη ζωή ή αντιθέτως της φλωριάς. Λ.χ. ο κωλοπετσωμένος έναντι του τρυφερόκωλου, τρυφεροκώλη και του ευαισθητόκωλου. Συναντάται σπανιότερα και ως βουτυροκώλης.

Πάσα (Δ.Π.): Δεινόσαυρος.

1. Ο βουτυρόκωλος κουνελογαμίκος με τα πατομπούκαλα και το χαμόγελο της σαύρας που της τρέχουν τα σάλια, ήρθε να εκτελέσει διατεταγμένη υπηρεσία για λογαριασμό του λόμπι της αλλαξοκωλιάς και της αιώνιας φοροδιαφυγής. Μια από τα ίδια ψωλίδια δηλαδή.

2. - Δασκάλα χαστούκισε οκτάχρονο μαθητή στην Ηλεία
- ΣΙΓΑ ΜΗΝ ΚΛΑΨΕΙ Ο ΒΟΥΤΥΡΟΚΩΛΟΣ ΜΠΟΥΛΗΣ ΤΗΣ ΜΑΜΑΣ. ΕΦΑΓΑ ΧΑΣΤΟΥΚΙΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΧΑΡΑΚΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ ΕΜΑΘΑ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΑ.!!

3. «Δε μιλώ με τεντιμπόιδες αγαπητέ», το ξέκοψε αποφασιστικά ο ευγενικός κύριος και γύρισε αλλού το κεφάλι.
«Δεν είναι τεντιμπόις, βουτυρόκωλος είναι, χειρότερος και από σένα», αντιγύρισε η γνωστή μου κυρία, «γιατί μπορεί να λέει πως δεν χωνεύει τάχα τους γραβατωμένους χοντρομπαλάδες αλλά κατά βάθος είναι μαζί τους«.

4. Οσο για εκπαιδευση θα επρεπε το στρατοπεδο να το βλεπουν μονο οταν πανε για υπνο και φαγητο. Στιβος μαχης για ολους καθε μερα ,απειρες βολες σε ολα τα φορητα οπλα τουλαχιστον 1-2 φορες την εβδομαδα και ασκησεις πολεμικων παιγνιων καθημερινα. Δηλαδη σεναρια πολεμικα με οπλα paintball σε ειδικα διαμορφωμενες εκτασεις οπως αστικο περιβαλλον, πεδινο,ορεινο εδαφος και ενα σωρο αλλα οπως μαχη σωμα με σωμα, λαβες μαχης, πολεμικες τεχνες. Ουτε μαζεμα γοπας, ουτε καθαρισμα χεστρας ,ουτε σκουπισμα λες και ειναι φιλιππινεζες. Για αγγαρειες καθαριστριες. Αυτο πως θα σου φαινοταν; Θα το αντεχες για να νιωσεις πραγματικος στρατιωτης με πραγματικη εκπαιδευση η' ο καθε βουτυροκωλος θα εβαζε λυτους και δεμενους να τον γλυτωσουν απο τους βαρβαρους καραβαναδες που τον βασανιζουν ;

Εμένα πάντως ο νους μου πήγε αλλού (από σφυρίζων, 02/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τρυφερό πόδι (στον κόσμο όχι του Λούκι Λουκ αλλά του Παλούκι Λουκ), το αντίθετο του κωλοπετσωμένου. Είναι δηλαδή ο φλώρος που δεν έχει εκτεθεί στην τραχύτητα και τους κινδύνους της ζωής με αποτέλεσμα τα κωλομάγουλά του να είναι υπερβολικά τρυφερά, ο βουτυρομπεμπές, ο βιτάμ σοφτ.

1. Θέρμανση ανοιχτή όλο το χρόνο; Μα, καλά, πόσο τρυφερόκωλος είσαι;

2. afta na ta vlepoun meriki triferokoli grafiades me mixani pou gkriniazoun gia na pane mia volta e8niki!

3. Το αντιλαμβάνονται αυτό οι τρυφερόκωλοι χαρτογιακάδες ;

4. Για να περάσει ένας χρόνος λιγότερος χαμηλά επειδή οι τρυφεροκώληδες της 4 δεν μπορούσαν τη Δ, μπήκαμε σε ένα επικίνδυνο μονοπάτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified