Είναι ο σκασμός, η ησυχία, το «βούλωσέ το» κτλ. Προέρχεται από παράφραση και ελληνοποίηση του γνωστού πλήκτρου mute που βρίσκεται σε κάθε συσκευή που παράγει ήχο. Λέξη που χρησιμοποιείται τόσο ειρωνικά γι' αυτόν που δεν μιλάει και πολύ, όσο και κυριολεκτικά για τον σπασαρχίδη που δεν βάζει γλώσσα μέσα και μιλάει συνεχώς. Χρησιμοποιείται και με το ρήμα πατάω.

  1. - Μούτα ρε φίλε! Μας έχεις πάρει τα αυτιά πάλι!
    - Άσε μας ρε μαλάκα. Τι να πω, αφού ξέρεις δεν έχω κέφια.

  2. - Ρε Τάκη θα πατήσεις λίγο τη μούτα μπας και σκοράρω με το γκομενάκι; Τόση ώρα μιλιά δεν έβγαλες, τώρα σου ήρθε να ρωτήσεις πόσο δίνει τον άσσο στο 322;

Από φυλάκιο της Λήμνου... (από Cunning Linguist, 12/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
HODJAS

Μούτα λέγεται στην θεατρική αργκό, ο μορφασμός χωρίς λόγια, αλλά που λέει πολλά.
Κλασσικός μουταδόρος ήταν ο Αυλωνίτης.
Αναφέρει κι ο Τζιμάκος σωστά στο «Τουμπερλέκ»: Όλα τα τίκ του Τσαλδάρη, οι μούτες του Κύρκου...

Στην Πάτρα, παλιά έλεγαν τσίτο (ιταλ. zito=σκάσε), συνήθως στις γάτες που κλαψούριζαν στα κεραμίδια.