- Φίδι: ο διπρόσωπος, ο ύπουλος, ο κακός.
- Φίδι κολοβό: ο επικίνδυνος διπρόσωπος «φίλος» (άμα έχεις τέτοιους φίλους τι τους θέλεις τους εχθρούς).
- (γδαρμένο) φίδι: ταλαιπωρημένο σεξουαλικά πέος.
- Φίδι η πουτάνα η πεθερά μου!
- Φίδι κολοβό η φίλη της γκόμενάς μου!
- Το γδέρνει το φίδι!!!!!
1 comment
xalikoutis
το 3 στ' αγγλικά «the one eyed snake»