Ανθρωποειδές αρσενικού φύλου, το οποίο είναι διατεθειμένο να κάνει οτιδήποτε, παρά τη θέλησή του, μόνο και μόνο επειδή του το ζήτησε κάποια κοπέλα, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι η κοπέλα είναι όμορφη, ή ότι πρόκειται να παιχτεί κάποια φάση με αυτή.
Οι «επιστήμονες» πιστεύουν ότι τέτοια φαινόμενα οφείλονται στην απελπισία που προέρχεται από την αγαμία.
- Τι μουνόδουλος είναι αυτός ο Βαγγέλης ρε παιδί μου!!! Χάρισε το μόνο ενθύμιο της πείνας των διακοπών στην Ιωάννα, επειδή του το ζήτησε με υφάκι.
6 comments
patsis
Στοιχειώδες λήμμα.
Abas
αρχαϊστί και αιδιοείλως
jesus
hoes before bros.
tzot
Συνδυάζοντας τα αρχαία και τα νέα ελληνικά, προκύπτει το «μουνείλως/μουνείλωτας» που είναι πιο εύηχο. «Μουνείλωτας» το λέγαμε και στο λύκειο, τέλη της δεκαετίας του 80.
donmhtsos
Επίσης και μουνήλατος.
Δημητράκης(Μητσάκος)
Επίσης κυκλοφορεί και το μουνόπληκτος για αυτόν που το μουνί τον έχει ζαλίσει τόσο πολύ, που δεν μπορεί να αντιδράσει σε τίποτα. Υπάρχει και ο χαφτομούνης, όπως αποκαλούσε ένας ανθύπας στον στρατό, κάποιον φαντάρο εθισμένο στην αιδοιολειχία!