Άντρας ο οποίος είναι κολλημένος με το μουνί (αλλά συνήθως καληνυχτάκιας).
- Ρε μαλάκα, ο Γιώργος έχει γίνει πολύ μουνόδουλος!
Άντρας ο οποίος είναι κολλημένος με το μουνί (αλλά συνήθως καληνυχτάκιας).
- Ρε μαλάκα, ο Γιώργος έχει γίνει πολύ μουνόδουλος!
Got a better definition? Add it!
Ανθρωποειδές αρσενικού φύλου, το οποίο είναι διατεθειμένο να κάνει οτιδήποτε, παρά τη θέλησή του, μόνο και μόνο επειδή του το ζήτησε κάποια κοπέλα, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι η κοπέλα είναι όμορφη, ή ότι πρόκειται να παιχτεί κάποια φάση με αυτή.
Οι «επιστήμονες» πιστεύουν ότι τέτοια φαινόμενα οφείλονται στην απελπισία που προέρχεται από την αγαμία.
- Τι μουνόδουλος είναι αυτός ο Βαγγέλης ρε παιδί μου!!! Χάρισε το μόνο ενθύμιο της πείνας των διακοπών στην Ιωάννα, επειδή του το ζήτησε με υφάκι.
Σχετικό: μουνοείλωτας, μουνοσαλιάρης, μουνοτρέχας, πουτόπιστος, χαζομούνης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified