Κυριολεκτικώς ως σαλτιμπάγκος ορίζεται ο μεσαιωνικός υπαίθριος γελωτοποιός, συνήθως άσχημος και αξιολύπητος τη εμφανίσει, συνήθως τελεί υπό τας εντολάς κάποιου προύχοντος και καθήκον του είναι η διασκέδασις των συνδαιτυμόνων. Σήμερον, σαλτιμπάγκος είναι ο γελοίος τη εμφανίσει ή/και λόγω συμπεριφοράς.

(Εν ώρα αχαλίνωτης διασκεδάσεως εν χοροοινοπνευματοποτείον, κοινώς club)

Κλέων: - Ουάου λέγω! Η χορευτική φιγούρα εις την οποία προβαίνω καταπλήσσει και διασκεδάζει τους πάντες!
Τίμων: - Μα προκαλείς σε όλους γέλωτα εμπαιγμού και ειρωνείας! Διατί χορεύεις αφού δεν γιγνώσκεις χορόν; Σαλτιμπάγκος είσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
fateswarm

Ο λέτσος.