Όρος λαϊκής προέλευσης που χρησιμοποιείται για την εκδήλωση του ανδρικού θαυμασμού στο γυναικείο φύλο.

Μανίτσα μου, να σε κεράσω έναν γκαϊφέ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
athens as it really is

Η λέξη μανίτσα αποκτά άλλη, υπέρτερη διάσταση όταν συνοδεύεται από την κλήτική προσφώνηση "τούρλα" βλ
"Πωωω ενα κορμίι... τούρλα είσαι μανίτσα μου"

#2
soulto

Πέτη Πέρκα (επάγγελμα: γκόμενα υπουργού) στο #skai τώρα: "το πελατειακό κράτος ανήκει σε άλλους".
Τέτοια του λες και σε διόρισε, μανίτσα.