Όρος λαϊκής προέλευσης που χρησιμοποιείται για την εκδήλωση του ανδρικού θαυμασμού στο γυναικείο φύλο.
Μανίτσα μου, να σε κεράσω έναν γκαϊφέ;
Όρος λαϊκής προέλευσης που χρησιμοποιείται για την εκδήλωση του ανδρικού θαυμασμού στο γυναικείο φύλο.
Μανίτσα μου, να σε κεράσω έναν γκαϊφέ;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
2 comments
athens as it really is
Η λέξη μανίτσα αποκτά άλλη, υπέρτερη διάσταση όταν συνοδεύεται από την κλήτική προσφώνηση "τούρλα" βλ
"Πωωω ενα κορμίι... τούρλα είσαι μανίτσα μου"
soulto