Όρος λαϊκής προέλευσης που χρησιμοποιείται για την εκδήλωση του ανδρικού θαυμασμού στο γυναικείο φύλο.

Μανίτσα μου, να σε κεράσω έναν γκαϊφέ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified