Όρος λεξιπλαστικός, ο οποίος χρησιμοποιείται για γυναίκες ελαφρών ηθών που παράλληλα με τη δουλειά τους αρέσκονται στην χρήση διαστροφικών τρόπων συνεύρεσης. Το «μαλακοπουτανιάρα» είναι απλώς χαριτωμενιά.

(διάλογος ανδρών) -Την ξέρεις την Τάνια από το κάτω διαμέρισμα;;;; -Όχι! -Μιλάμε, τρελή μαλακοπουτανιάρα η τύπισσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Επισκέπτης

Επίσης, είθισται και το "πορνοδιαστροφική αρχιδομουνοπουτσογλύφτρα", σε περιπτώσεις που τα ήθη των γυναικών στις οποίες αναφερόμαστε δεν είναι πλέον ελαφρά, μα ανύπαρκτα. Ευπρόσδεκτο το πρόθεμα "σεξο-" στη λέξη ΄"πορνοδιαστροφική".

#2
lykos

Τι λές καλή μου?.....

#3
Lexiplastria

Μάλλον φταίει η κλασική εορταστική μελαγχολία όταν το έγραφα οπότε δηλώνω αθώα και με πλήρη άγνοια!!!! :Ρ

#4
mariahomorfi

σεξοπορνοδιαστροφικη μουνοπαπαρογλυφτρα;

#5
iron

ξεφτιλοχλιχλοκωλιάρα συφιλαχλαδοπουτάνα

#6
GATZMAN

Δύσκολη να την πεις.Θυμίζει:ασπρη πέτρα ξέξασπρη κι απ τον ήλιο ξεξσπρότερη.
Πάντως ωραία φράση.Μπιχλιμπιδάτη και τσαχπινογαργαλιάρα μαζί.

#7
strikeback

σεξοκαυλομουνοκωλοπορνοδιαστροφικομαλακωτσιμπουκόγρια