Συνώνυμη έκφραση με τις ευρέως διαδεδομένες «ζαλίζω τ'αρχίδια» ή «σπάω τα αρχίδια» κάποιου.

Πολύ ευγενικότερη και φιλική, ταιριάζει σε δημόσιες εμφανίσεις παρουσία ατόμων, στα οποία δεν πρέπει να εκτεθούμε ή να δώσουμε αρνητική εικόνα.

  1. Σχόλιο σε forum διαδικτυακό:

«Τί διαφορετικό απ' αυτό που λες εδώ λέω εγώ; Γιατί λοιπόν μας ζαλίζεις τον έρωτα σε κάθε ευκαιρία που θα κριτικάρουμε τον λεβέντη λέγοντας ότι όποιος »κατηγορεί« τον Σοφο είναι είτε προκατειλλημένος είτε δεν ξέρει από μπάσκετ είτε κάτι άλλο εκτός από καλοπροαίρετος»;

  1. - Αγόρι μου, πάρε μαζί το φαγητό σου, θα πεινάσεις!
    - Άσε ρε μάνα, μη μού ζαλίζεις τον έρωτα πρωινιάτικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified