Αυτός που ντύνεται σαν γαμπρός για να βγει. Τον καταλαβαίνεις από το πολύ ζελέ στο μαλλί, τα παπούτσια -συνήθως κροκό ή φίδι- που πετυχαίνουν κατσαρίδα στη γωνία και τα 15 κιλά άρωμα που έχει λουστεί. Πιθανολογείται ότι προέρχεται από την επτανησιακή διάλεκτο. Δυνητικά λέγεται και τζιτζιφιόγκος.

Πού πας έτσι ντυμένος κονιόρδος; Πας να ρίξεις καμιά γκόμενα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Hank

Ξέρει κανείς ετυμολογία;

#2
GATZMAN

Καλά, αν σχετίζεται με τον κονορτό....όχι μπα.Δε φαίνεται να κολλάει.Λές;

#3
Hank

Υπάρχει η Λυδία Κονιόρδου. Πονηρόσκυλο ξέρεις;

#4
poniroskylo

Δεν ξέρω από πού βγαίνει. Ξέρω αυτή τη σημασία + την άλλη που έχει επίσης καταγραφεί, αυτός που κάνει τον καμπόσο. Το ξέρω και ως επίθετο. Ήξερα και την ρετσίνα Κονιόρδου που μάλλον σχετίζεται με την ποτοποιΐα που αναφέρει ο anchelito στον άλλο ορισμό. Ετυμολογικά, το μόνο που σκέφτηκα είναι ότι έχει σχέση με το ισπανικό coño gordo όπου coño=μουνί και gordo=χοντρό. Αλλά είναι 100% εικασία.

#5
Vrastaman

¡Pendejo!