Αυτός που περπατάει σαν να έχει φάει άνθρωπο, φουσκωμένος και τεντωμένος... με τα χέρια να μην κλείνουν και το στήθος φουσκωμενο.

Το έλεγε ο Αλέφαντος (Μιτσικωστας) για τον Τζιόλη: όσοι τον έχουν δει να παίζει μπάλα καταλαβαίνουν πώς κολλάει.

Κοίτα τον τύπο πως περπατάει... σαν κονιόρδος!

(από Jonas, 10/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που θέλει να κάνει τον έξυπνο. Είναι γνωστό κι από τον τιτανογίγαντα Αλέφαντο.

-Πες το κι έτσι ρε Καίσαρη μορφωμένε, αγγλομαθή, κονιόρδε. Με τον άρχοντα μιλάς τώρα, τι να λέμε, το 'να τ' άλλο ξέρω 'γω, τα πάντα όλα μάθε μπαλίτσα αγόρι μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπόμπα αλκοολούχο ποτό, το Θήβας Ρήγκαλ!

Από την ομώνυμη εταιρία εμπορίας (;) οινοπνεύματος (και για εξωτερική χρήση) στο Ηράκλειο Κρήτης.

Κάτσαμε σε ένα καφενέ στο Καμαράτshι, τshαι αντί για κονιάκ μας έφερε κονιόρδο ο τshερατάsh!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ντύνεται σαν γαμπρός για να βγει. Τον καταλαβαίνεις από το πολύ ζελέ στο μαλλί, τα παπούτσια -συνήθως κροκό ή φίδι- που πετυχαίνουν κατσαρίδα στη γωνία και τα 15 κιλά άρωμα που έχει λουστεί. Πιθανολογείται ότι προέρχεται από την επτανησιακή διάλεκτο. Δυνητικά λέγεται και τζιτζιφιόγκος.

Πού πας έτσι ντυμένος κονιόρδος; Πας να ρίξεις καμιά γκόμενα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και καλά αυτός που κάνει τον μάγκα στους άλλους.

Εσύ τώρα τι παριστάνεις, τον κονιόρδο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που κάνει λαμογιές.
  2. Αυτός που προσπαθεί να ξεφύγει.
  3. Αυτός που νομίζει ότι δεν φταίει σε τίποτα.
  4. Αυτός που θεωρείται προδότης.
  5. Ο αδιάφορος.
  1. Εγώ του μιλούσα και αυτός το έπαιζε κονιόρδος!

  2. Εσύ τώρα τι παριστάνεις τον κονιόρδο;

  3. Καλά, ξέρουμε τι κονιόρδος είναι κι αυτός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified