Εκτός από τους ήδη υπάρχοντες ορισμούς, έχω να προσθέσω και τους εξής:

  1. «Κόβω βόλτες» (οχούμενος ή μη): πάω κι έρχομαι ανυπομονώντας να γίνει αυτό που περιμένω (να παρκάρω, να βγει ο γιατρός από το δωμάτιο της άρρωστης μάνας, να περάσει η ώρα, να περάσει ο πόνος, η αϋπνία, κλπ)

  2. στην έκφραση «Κόφ' το» = πάψε!: παύω, σταματάω αυτό που λέω ή αυτό που κάνω.

  3. «Κόβει» η μαγιονέζα ή το αυγολέμονο: χαλάει, δεν δένει, το αυγό γίνεται κομματάκια και χωρίζουν τα συστατικά της.

  4. Αλλοιώνεται η έκφρασή μου επειδή είμαι άρρωστος

  5. «Κόβω την τράπουλα»: την χωρίζω στα 2 για να ξαναγίνει ένα μάτσο και να μοιράσει ο επόμενος

  6. Σταματάω την φιλία μου με κάποιον /-α (στο δημοτικό λέγαμε «Μμμμ, κόψε!» και δίναμε στη φίλη μας τον μέσο και τον δείκτη ενωμένους ώστε αυτή να πιστοποιήσει το τέλος της φιλίας χωρίζοντάς τους. Πιο πολύ για πλάκα.)

  7. Στην έκφραση «μου κόβει»: είμαι έξυπνος, παίρνει στροφές το μυαλό μου.

Επιπροσθέτως βλ. και κομμένος 1 και 2.
Σα να μη θυμάμαι τώρα κάτι άλλο. Το λανσάρω λοιπόν -για να μη μείνει στο πρόχειρο κανα δεκάμηνο- και, όποιος έχει κάτι να προσθέσει, ιζ βέλκαμ.

  1. Πενήντα λεπτά έκοβα βόλτες μες τη νύχτα σε όλη τη γειτονιά να βρω να παρκάρω, γαμώ τα έργα μου γαμώ!

  2. Για δεν το κόβεις πια ρε μεγάλε, αρχίζει και κουράζει σου λέω!

  3. «Χτύπα τα πόδια σου Κινέζα
    για να μην κόψ' η μαγιονέζα»
    (από την «Λιλιπούπολη», και μετά σου λέει ότι οι αριστεροί δεν είναι ρατσιστές)

  4. Βάλε μπόλικο διορθωτικό σήμερα γιατί έχεις κόψει πολύ, τόσες μέρες άρρωστη. (παραλλαγή = «είσαι πολύ κομμένη»)

  5. Κόψε ρε μαλάκα να τελειώνουμε, όλο το σταυρώνεις με το καλό το δαχτυλάκι!

  6. - Τώρα τελευταία δεν βλέπω συχνά τη Λίλιαν με την Λάουρα, τι παίζει;
    - Καλά δεν τά 'μαθες ότι έκοψαν από τότε που η Λάουρα έσκασε μύτη με το ίδιο φουστάνι;

  7. Από το παράδειγμα του λήμματος γκιούμι:
    - Μα πού έβαλες τα κλειδιά;
    - Κάτω απ' το πατάκι, σου είπα!
    - Για να τα βρει όποιος θέλει και να μπει σαν κύριος στο σπίτι; Τι γκιούμι! Καλά τόσο δεν σου κόβει;

Η προέλευση του "κόβω λάσπη". (από Cunning Linguist, 11/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

ο αρ. 2 ικανοποίησε, ελπίζω τον αυτοκτονημένο ασίστ

#2
Hank

Σλανγκοντούρασελ η Ειρωνίκ τις τελευταίες μέρες! Και επιστημονικότατη! Keep up!

#3
iron

θενξ, αλλά οφείλεται σε γρίππη όλο αυτό. Φάρμακο η σλανγκ, φάρμακο το σλανγκ.γκρρρρρρ

#4
Galadriel

Περαστικά. Σουπερλήμμα πυκνό πυκνό και νόστιμο σαν την μαγιονέζα της κινέζας.

#5
Vrastaman

Θα μας πεθάνεις Iron!!

#6
iron

λες να έχω πάθει σκλανγκοκόπωση;;;

#7
Vrastaman

Λυσε μου την απορία, οι γυναίκες παθαίνουν σλανκονείρωξη πχ εαν βλέπουν μύδια στον ύπνο τους;

#8
jesus

#9
ο αυτοκτονημενος

εχω την εντυποση οτι το ειχα ανεβασει στο δ.π σημερα το μεσημερι ;;;
καλα το επεξες το λυμα αλα γιατη δεν πειρα μυν απο το δ.π οτι το ανελαβες εση;;;
μαγικη εικονα

#10
ο αυτοκτονημενος

πληρως γλυκια μου

#11
iron

επειδή δεν το ανέλαβα ως αυτόνομο λήμμα αλλά ως μέρος λήμματος, το διέγραψα εγώ κι έτσι δεν ειδοποιήθηκες αυτομάτως -γι' αυτό σου το μετέφερα μέσα από το σχόλιο εδώ ώστε να ξέρεις!

#12
ο αυτοκτονημενος

καλημερα μαθενω μεγαλωνοντας
ευχαριστω για την εξηγηση

#13
Ο ΑΛΛΟΣ

Εξαιρετικό!

Να προσθέσω κάποια πιο δευτερεύοντα:

-με κόβει πείνα / λόρδα (ή πιο συχνά στον πρκ.: μ' έχει κόψει μια πείνα / λόρδα)

-με κόβει χέσιμο (ίσως σχετικό με το κόψιμο)

-(το) κόβω λάσπη = την κάνω, φεύγω εσπσυσμένως

και δύο αρχαίες σλανγκιές:

-κόβω ρόδα μυρωμένα = φεύγω τρέχοντας, το κόβω λάσπη

-κόβω μονέδα = βγάζω πολλά λεφτά.

#14
iron

προσθέτω ατάκτως εριμμένα και τα εξής:

κόβω φλέβες
κόβω μαχαίρι (= σταματάω κάτι με τη μία, πχ το κάπνισμα)
κόβει το μάτι μου (ξέρω να διακρίνω)
κόβει το μυαλό μου / μου κόβει (=είμαι γατόνι)
το κόβω να + ρήμα / έτσι το κόβω (όπου «κόβω»=(προ)βλέπω)
κόψε κάτι
με κόβει λόρδα
κόβω το κεφάλι μου / τον πούτσο μου / τον κόβω (φέτες) (είμαι πολύ σίγουρος)
κόβω κεφάλια (καθαιρώ)

...και όλα τα άλλα «κόβω» που έχουμε όταν βάλουμε το ρήμα αυτό και τα συναφή (κοψ, κοβ, κόψε, μου κόβει, κομμένος κλπ) στην αναζήτα

θυμίζω επίσης ότι εκτός από τούτον εδώ τον ορισμό δω έχουμε και άλλους 8.

έχει πολλή δουλειά ακόμα το λήμμα, είτε ως ομπρέλα ή ένα-ένα χωριστά.