Παρακλάδι του σταρχιδισμού που μετεξελίχθηκε σε ανεξάρτητο θρησκευτικό κίνημα με κυρίαρχο σκοπό την απαλλαγή του ατόμου από το άγχος της αναπαραγωγικής διαδικασίας αλλά και του ανταγωνισμού στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες.

Ο κυρίαρχος πυλώνας του Δεγαμισμού στηρίζεται στην βασική αρχή του "Δεν γαμάω, άρα δεν υπάρχω”. ΣτΜ: Δεν υπάρχω, άρα δεν αγχώνομαι.

Το κίνημα αυτό τείνει να επηρεάζει όλο και περισσότερους νέους ανθρώπους, με αρκετούς να ισχυρίζονται ότι είναι μια από τις αιτίες της υπογονιμότητας σε διάφορες περιοχές του πλανήτη, ενώ οι έρευνες παραμένουν ακόμα ανοιχτές όσον αφορά την σύνδεση του με την πατριαρχία αλλά και το woke culture.

Έχουμε γεμίσει Δεγαμιστές σε αυτήν την χώρα.

Got a better definition? Add it!

Published

Αρχαιότερη ρίζα του συμμαζεύω της Θεσσαλονικιο-Μακεδονικής διαλέκτου.

Πωωω ρε φίλε πρέπει να φύγω τώρα έχω να συμμάσω το σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published

Το προϊόν της εξ αποστάσεως Ινσταγκραμικής (ή/και λοιπών Σόσιαλ Μυδίων) προσέγγισης μεσοαστής μπαλότσας με σκοπό το επιτυχές στερέωμα επικείμενου χτισίματος επερχόμενης πορνομετανάστευσης.

-Πού χάθηκε ρε παιδιά τόσες μέρες ο Μάκης? -Άσε Κώστα 2,5 τόνους τηλεμπετόν έριξε αλλά ακόμα δεν έστρωσε τα υπόγεια...

Got a better definition? Add it!

Published

Παχύρευστη ινώδης μάζα που επικάθεται στον αποχυμωτή -συνήθως μετά από στύψιμο πορτοκαλιού- ή/και στο ποτήρι σφρέσκου χυμού πορτακαλιού που έχει αργήσει να καταναλωθεί.

Άντε παιδί μου να πιεις τον χυμό σου... τουχλούπιασε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified