Χρησιμοποιείται όταν κάποιος έχει κάνει / πει κάτι βλακώδες, συνήθως συνδέεται με την «μαλακία στον εγκέφαλο».
- Ρε τι κάνουν αυτοί στο jackass; Πάνε καλά;
- Άσε, τα παλικάρια έχουν κάψει φλάντζα...
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος έχει κάνει / πει κάτι βλακώδες, συνήθως συνδέεται με την «μαλακία στον εγκέφαλο».
- Ρε τι κάνουν αυτοί στο jackass; Πάνε καλά;
- Άσε, τα παλικάρια έχουν κάψει φλάντζα...
Βλ. και φλατζοκαμμένος.
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από την λέξη disqualified. Εμφανίζεται συχνά και ως DQ. Υποδηλώνει την απόρριψη προς έναν γκόμενο/γκόμενα όταν αυτός/-ή είτε δεν βλέπεται, είτε μας ξενερώνει.
- Πώς σου φαίνεται αυτή ρε Θανάση; Κορμί θανατηφόρο...
- Άπαπα, δεν βλέπεις τη μύτη πως είναι σαν πιγκουίνος;! D.Q. σου λέω...
Got a better definition? Add it!
Κυριολεκτικά σημαίνει δεν μπορείς να πατήσεις καλά καλά. Μεταφορικά χρησιμοποιείται όταν κάποιος δεν μπορεί να καταφέρει κάτι. Είναι πάντοτε προσδιορισμός που χρησιμοποιείται προς ένα άλλο πρόσωπο (ποτέ προς τον εαυτό μας).
- Πάλι κόπηκα στο μάθημα, τίποτα δεν έγραψα!
- Έεε απατέμπαε...
Got a better definition? Add it!