Νογάς, β' ενικό πρόσωπο.
Ρήμα που χρησιμοποιείται για να τονίσει την ανικανότητα του συνομιλητή να κατανοήσει, πραγματοποιήσει, ανταποκριθεί στις παρούσες προσδοκίες της περιστάσεως.
Νογάς, β' ενικό πρόσωπο.
Ρήμα που χρησιμοποιείται για να τονίσει την ανικανότητα του συνομιλητή να κατανοήσει, πραγματοποιήσει, ανταποκριθεί στις παρούσες προσδοκίες της περιστάσεως.
Got a better definition? Add it!
Ο τελευταίος των τελευταίων, αυτός που δεν έχει στον ήλιο μοίρα, ο πρωτόγονος, ο χείριστος που ανήκει σε χαμηλότερη βαθμίδα συμπεριφόράς και εμφάνισης απο τον καγκουροκάγκουρα!!
- Κοίτα τους αρούγκανους πώς την πέφτουν σε όποια γκόμενα περνάει... Έλεος!
- Ήμασταν Σπέκτρα χτες που λες, φωνάζει κάποιος «Μάγκες ξύλο» και βγήκαν όλοι οι αρούγκανοι έξω.
Got a better definition? Add it!