Έκφραση η οποία αναφέρεται σε ακριβές, συνήθως χωρίς λόγο, τιμές.

Βασίζεται στις ακριβές τιμές που συναντάμε συνήθως στα πλοία, αλλά εκφράζει παράλληλα και την χαμηλή ποιότητα.

Αυτό συμβαίνει διότι παλαιότερα στα πλοία ο καφές ήταν απλά ανακατεμένος, όχι χτυπημένος, για λόγους ευκολίας.

(Παρέα που βρίσκεται σε πλοίο, πηγαίνοντας διακοπές, πληρώνει με μεγάλη έκπληξη τον φραπέ της 5 €, σε πλαστικό ποτήρι.)

- Καλά ρε ... 5 € τον καφέ σε πλαστικό;
- Άσ' τα αδελφέ ... βαπορίσιο τον πληρώσαμε...

(από Vrastaman, 04/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σαβούρα, περιττά πράγματα τα οποία όταν πας να τα πετάξεις κάνουν θόρυβο, συνήθως μεταλλικό.

Ζευγάρι πακετάρει τα πράγματά του για μετακόμιση στο νέο του σπίτι.

- Αγάπη μου αυτά πού να τα βάλω;
- Στην στοίβα για πέταμα. Έτσι και αλλιώς κλαμπατσίμπαλα είναι ....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ελαφρύς καφές. Αυτός που σε περίπτωση φραπέ μπορείς να δεις από την άλλη πλευρά ...

Ζευγάρι επιστρέφει από επίσκεψη στους γονείς της κοπέλας.

- Αγάπη μου σου άρεσε τόσο πολύ ο καφές που σου έκανε η μητέρα μου και τον ήπιες όλο; Λίγο ελαφρύς μου φάνηκε.
- Τι να κάνω. Από ευγένεια. Νερομπούρμπουλο ήταν...

βλ. και νερομπούλι, νερόπλυμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως η έκφραση αναφέρεται σε οδηγούς. Δηλώνει ότι αυτός είναι νέος ή κακός οδηγός.

- Για κοίτα ρε κάτι ανθρώπους. Πέρασε το stop και δεν έδωσε σημασία.
- Μην ασχολήσαι ρε φίλε. Ατζαμής είναι.

(από electron, 21/12/10)Επιμελής ατζαμής που κρατάει και ισολογισμούς (από allivegp, 27/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος αντιμετωπίζει την ζωή ακριβώς όπως και τα συμπαθητικά αδέσποτα σκυλιά.
Πάει όπου λάχει, φοράει ότι βρει, είναι λίγο βαρεμένος, λίγο βρώμικος και φυσικά απόλυτα ελεύθερος.

- Τον είδες τον Γιώργο;
- Εδώ πατάει εκεί βρίσκεται.
- Ναι αλλά είναι κοπρίτης ... δεν δίνει λογαριασμό σε κανένα.

(από anl, 27/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία δείχνει ότι κάποιος δεν ενδιαφέρεται, είναι επιπόλαιος ή αδιάφορος.

Συνδιάζεται και με την προσθήκη και απάνω τούρλα και γίνεται «ζαμάν φου και απάνω τούρλα».

- Ο Γιώργος αγόρασε σπίτι στο βουνό.
- Μα χρωστάει και της Μιχαλούς ...
- Καλά αυτός είναι ζαμάν φου.
- Ναι, ζαμάν φου και απάνω τούρλα!

Σάκης Μπουλάς, "Ζαμανφού". (από Hank, 10/02/09)

βλ. και ζαμανφού, ζεμανφουτίδης, ζαμανφουτίστας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified