Η λέξη σημαίνει: φάνηκε παράξενο. Αυτή η σύνθετη λέξη μπορεί να προφερθεί έτσι προς χάριν οικονομίας, αλλά και για να τονίσει την έκπληξη του ομιλητή (το φωνήεν α της συλλαβής φα προφέρεται παρατεταμένα).

- Πω πω, πως μου παραξοφάνηκε όταν την είδα μπρος μου μετά από 30 χρόνια που είχα να τη δω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το όνομα του Βιτόριο Γκάσμαν και αναφέρεται στον Γκάσμαν, στον Γκασμαδό, στον κάτοικο της Γκασμαδίας (Λέσβου).

- Πόσο ακατέργαστο λιθάρι είναι αυτός ο Βιτόριο;
- Γιατί απορείς; Όλοι οι γκασμάδες έτσι είναι. Μονοκόμματοι άνθρωποι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πώς λέμε: τη γαμ***σαμε, την κάτσαμε τη βάρκα, μας πήραν τα σώβρακα.

- Πήγαμε τη νύχτα να το σκάσουμε από τη σκοπιά των πυρομαχικών με τον Γεωργίου, όταν τον άκουσα να μου λέει:
- Φίλε, τη στρουμφίσαμε. Μας πήρε χαμπάρι ο εφοδεύων και έρχεται προς τα 'δώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα διέλυσε, τα έκανε σαλάτα.

Έλυσε τη μηχανή για να την επιδιορθώσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Και δεν είναι μόνο αυτό. Ο τύπος τα έκανε μπίρμπαλα αφού δεν μπόρεσε να τη συναρμολογήσει ξανά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται με πρόθεμα την ηλικία κάποιου. Συνηθίζεται να χρησιμοποιείται με ηλικίες που βρίσκονται στα άκρα του ηλικιακού φάσματος, ώστε να δοθεί έμφαση είτε στα νιάτα ειτε στα γηρατειά.

- Πόσων ετών είναι πια και μας παριστάνει το παλικαράκι;
- Ε δεν είναι και 70 Μαΐων;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσωπο αυλακωμένο απο ρυτίδες λόγω γηρατειών.

- Είχα χρόνια να δω την κυρία Ευθυμία. Το πρόσωπο της τίγκα σταφιδιασμενο. Σταφίδα κανονική.
- Εμ πατάει τα 95. Τι περιμένεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανεξέλεγκτη κατάσταση λόγω μέθης.

- Με 2 ποτά έγινε κομμάτια. Έλεγε ασυναρτησίες και γέλαγε ο κόσμος μαζί του. Σταφίδα έγινε.

Δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα έχουν κάνει πλακάκια. Τακίμιασαν.

- Μα μου κάνει εντύπωση. Ο Παύλος με τον Βασίλη μας την έλεγαν κανονικά. Είχαν κάνει κοινό μέτωπο εναντίον μας.
- Μα είναι τάτσι μήτσι κότσι. Μπαμ κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαθηματική συνάρτηση, η οποία όταν παραγωγίζεται μένει αμετάβλητη. Η φράση υποδηλώνει την αμετάβλητη κατάσταση μιας παραγωγικής διαδικασίας.

- Πώς πάει η παραγωγή σας;
- e εις τη χ. Τα ίδια χάλια μέ πέρσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακατάπαυστη μη ορθολογιστική λογοδιάρροια ένεκα πιώματος.

Διάλογος σε ταβέρνα:
- Καλά, πολύ εκνευριστική αυτή παρέα. Δεν μπορούμε να συζητήσουμε πλέον για επαγγελματικά θέματα εδώ μέσα. Αλκαλικές μπαταρίες τους βάλανε και ολό μιλάνε, γελάνε, χειρονομούν;
- Δεν είναι αλκαλικές. Αλκοολικές είναι οι μπαταρίες τους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified