Ποδοσφαιρικός όρος. Προέρχεται από τον συνδυασμό του παλαιού Δανού ποδοσφαιριστή Άρνεσεν και του «σέρνομαι». Υποδηλώνει τον ποδοσφαιριστή που σέρνεται στο γήπεδο, δεν βρίσκεται σε καλή μέρα.

Αυτός ο Βαγγελάκης σήμερα δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του, είναι τελείως σέρνεσεν.

Got a better definition? Add it!

Published

Συνδυασμός του σεξ και του έξαλλος. Προσδιορίζει κατά βάση θήλεα για να υποδηλώσει ερεθιστική, προκλητική, επιθυμητή γυναίκα.

Το κοντό φορεματάκι που φοράς μωρό μου είναι τέλειο. Είσαι πολύ σέξαλλη σήμερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λόγιος και γλαφυρός ορισμός της μαλακίας.

- Τί κάνει ο Μάκης; Λες να είναι με καμιά τώρα;
- Μπα, πάω στοίχημα ότι επιδίδεται στην αγαπημένη του ασχολία, την χειράντληση σπέρματος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γελάω με τα ανέκδοτα των ανωτέρων μου, έστω και αν είναι κρύα, με σκοπό να τους γλείψω.

- Ο διευθυντής είπε ένα σαχλό ανέκδοτο και όλοι οι υπάλληλοι γελογλείφανε δυνατά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς το χέσιμο, ιδίως υπό την μορφή διάρροιας.

- Μα καλά, τι έκανες στην τουαλέτα τόσες ώρες;
- Άσε, με έπιασε μια μαύρη αιμορραγία άλλο πράγμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση των αρχικών Δ.Ε.Α. (Δόκιμος Έφεδρος Αξιωματικός). Χρησιμοποιείται - προφανώς - απαξιωτικά επειδή οι ΔΕΑ είναι και αυτοί κληρωτοί, οι οποίοι επειδή πήραν ένα γαλόνι την βλέπουν κάπως. Συναντάται επίσης και ως «κωλαρχιδέα».

Κοίτα να δεις που μας διατάζει και ο Κωστάκης. Έγινε αρχιδέα και κάτι τρέχει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified