Σουηδανία, η [ουσ., κύριο όνομα]

Εξωτική χώρα την οποία πανάρχαιοι χάρτες τοποθετούν βόρεια της Ατλαντίδας, 1000 ναυτικά μίλια ανατολικά της Φρουτοπίας.

Είναι παγκοσμίως γνωστή για τους κατοίκους της οι οποίοι για ανεξήγητους επιστημονικά λόγους φέρονται να είναι όλοι θηλυκά, περί τα δύο μέτρα ύψος, με ξανθά μαλλιά και στήθη που παραπέμπουν σε διαφήμιση του γάλα Αρόζα. Οι εν λόγω κάτοικοι αποδημούν μαζικά κάθε καλοκαίρι στα νησιά του Αιγαίου προς γενική τέρψη όλων των φυλών παραθεριστών (ακόμα και των αλάδωτων).

Τα ανωτέρω χαρακτηριστικά καθιστούν τις κατοίκους της Σουηδανίας την ιδανική προέλευση τουριστών οπουδήποτε νοτίως της Θάσου.

- Τι έλεγε το νησί φετος;
- Μαγεία φιλαράκο, είχε σκάσει καραβιά από Σουηδανία και κάναμε Πάσχα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

[ουσ.] Άτομο με τάσεις ακατάσχετης φλυαρίας, διανθισμένης από υπερβολές και ψεύδη με απώτερο σκοπό τον εντυπωσιασμό. Η πρακτική του μπουρου-μπουρου μαλακίες, απ' όπου αντλεί τον χαρακτηρισμό του ο μπουρουντέλης, αποσκοπεί πρωτίστως στο να ρίξει γκόμενα που κινείται συνήθως στα άκρα του ηλικιακού φάσματος (πιπίνι ή πουρό) και στα ακρότατα του φάσματος νοημοσύνης (βούρλο). Διαφέρει από τον αεριτζή ως προς τον τελικό στόχο και από τον φιδέμπορα ως προς την τεχνική η οποία περιλαμβάνει περίτεχνους συνδυασμούς ακατάσχετης μπουρδολογίας και φιδο-κοπλιμέντων.

Εναλλακτικές εκδοχές: μπουρουτέλης, μπούρου (ο)

  1. - Κοίτα ρε τον άχαρο, σε τι γκόμενα πάει να την πέσει...
    - Αυτός ρε είναι μέγας μπουρουντέλης! Να δεις τελικά που θα την ρίξει στο τέλος.

  2. - Την ειχα στο μπούρου όλο το βράδυ, αλλά τελικά με πιστόλιασε
    - Εμ, φιλαράκι, είπαμε είσαι μπουρουντέλης, αλλά αυτή η χτεσινή ήταν διεθνής αγαμήτου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραθεριστής νησιών της άγονης γραμμής και άλλων εναλλακτικών προορισμών, στους οποίους συνήθως καταφθάνουν με μοναδικές αποσκευές τα κάτωθι: χιλιοτριμμένος υπνόσακος, δεύτερο μαγιώ, πράσινο σαπούνι (να πιάνει και με θαλασσινό νερό), ένα μπουκάλι νερό, μισό κιλό «μαύρο» και τριάμισι ευρώ.

Στα εν λόγω μέρη προσπαθεί να παραθερίσει για τουλάστιχον τρεις εβδομάδες, αναζητώντας μέρος να κοιμηθεί και χαρτάκια για να στρίψει. Στις άνωθεν αναζητήσεις προστίθενται οι διαρκείς, αγωνιώδεις προσπάθειες να κάνει τράκα φαγητό, οι οποίες τις περισσότερες φορές καταλήγουν σε γειτονικά, παρά θιν' αλός μποστάνια, απ' όπου κλέβει (διόρθωση: απαλλοτριώνει) ντομάτες, πιπεριές και άλλα ζαρζαβατικά, τα οποία καταναλώνει επί τόπου με βουλιμία και χωρίς την προσθήκη λαδιού. Στην συνήθεια αυτή οφείλει και την ονομασία του. Το είδος επιβιώνει εδώ και δεκαετίες στα Αγαίικα οικοσύστήματα. Φυσικοί θηρευτές του είναι τα τοπικά σώματα ασφαλείας, οι ντόπιοι αγρότες και οι κατινατζήδες που πουλάνε την κόκα-κόλα 2.5 ευρώ.

Εσχάτως η «αλαδωσιά» έχει γίνει της μόδας ανάμεσα στους κύκλους των εντεχνindie, με αποτέλεσμα το είδος να έχει υποστεί αναπόφευκτο εκφυλισμό λόγω της εισδοχής στον οικολογικό θώκο δήθεν αλάδωτων, οι οποίοι πίνουν, στρίβουν, κοιμούνται στην παραλία, αλλά τα βράδια πίνουν μοχίτο και τρώνε αστακομακαροναδες σε «ανεξερεύνητες» και «αμόλυντες» γωνιές του νησιού. Οι τελευταίοι αποτελούν την βασικότερη απειλή για το είδος των αλάδωτων.

  1. - Ήμαστε προχτές στο πανηγύρι στις Ράχες, σηκώνομαι να ρίξω μια στροφή και μέχρι να γυρίσω στο τραπέζι, άφαντο το κατσικάκι. Του την είχαν πέσει κάτι αλάδωτοι.

  2. - Ρε συ, πάμε Γιαλισκάρι για μπάνιο αύριο;
    - Ούτε να το σκέφτεσαι, έχουν πιάσει όλες τις σκιές οι αλάδωτοι και θα μας φάει ο ήλιος.

  3. - Γνώρισα ένα παιδί χτες, απίστευτο!
    - Ποια ρε; Την αλάδωτη με το ταγάρι;
    - Ναι μωρέ! Και καλά αλάδωτη! Αυτή ρε συ, με κέρασε ποτό και πλήρωσε με πιστωτική κάρτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified