ο, το [ουσ.] Διγενής, μονοκατάληκτος χαρακτηρισμός ατόμων με διανοητικές ικανότητες που σκοράρουν αρνητικά καθώς και με μια εγγενή κλίση προς το καφριλίκι και την επιθετικότητα (γλωσσική και μη) . Ως κοντινός συγγενής του γκάου, ο αζαντάουα είναι αλλεργικός στη χρήση επιχειρημάτων και θεωρεί το διάλογο παρωχημένη μορφή πολιτισμού.
Πρόκειται περί είδους ενδημικού των ελληνικών γηπέδων, όπου και επιδίδεται απρόσκοπτα στις αγαπημένες του ασχολίες που περιλαμβάνουν την επινόηση αδιανόητων προσβολών, την εκφώνηση άναρθρων κραυγών και την εκτόξευση αντικειμένων σε κάθε κόρνερ.
Η ονομασία είναι αθροιστική και δύναται να επιμηκύνεται όσο ενεργότερο είναι το υποκείμενο. (αζαντάουα, αζανταντάουα, αζαζανταντάουα, κ.ο.κ.)
- Μαλάκα τι έπαθε ο Bus-in-ass και τον κάνει αλλαγή;
- Του ανοίξανε το κεφάλι οι αζαντάουα πίσω από τη φυσούνα.
- Τι κάνει ρε συ το άτομο με το καδρόνι εκεί κάτω;
- Καλά ο τύπος είναι αζαντανταντάουα! δεν καταλαβαίνει ότι θα διακοπεί το ματς με τις μαλακίες τους;